Και φάνηκε στο καθοριστικό Game 5 που κρίνονταν τα πάντα…
Είναι, εν πολλοίς, άδικο. «Εν πολλοίς», είπαμε; Ανακαλούμε: είναι 100% άδικο, από τις αδικίες εκείνες της μπασκετικής ζωής που θα έπρεπε να συζητούνται πολύ περισσότερο.
Αλλά, τι να κάνουμε; It is what it is (βαθυστόχαστο, το ξέρουμε).
Επεξήγηση: όταν λέμε «δίδυμο» στο μπάσκετ, το μυαλό της συντριπτικής πλειονότητας πηγαίνει σε δύο γκαρντ- έναν άσο κι ένα δυάρι, δηλαδή. Η «εναλλακτική» είναι ένας ψηλός κι ένας κοντός, που εμπλέκονται σε διάφορα actions, με το πικ-εν-ρολ στο νούμερο 1 της σχετικής λίστας.
Ουδέποτε- ή, έστω: σχεδόν ποτέ- δε θα σκεφτεί κανείς ψηλό-ψηλό στο άκουσμα του διπόλου «μπασκετικό δίδυμο». Το ακόμα πιο σπάνιο; Να μιλάμε για δύο παίκτες που μπορούν, υπό προϋποθέσεις, ν’ αγωνιστούν στην ίδια θέση.
Στο Game 5 του ΟΑΚΑ, που… κόχλαζε από τον σεληνιασμένο κόσμο, το άγχος χτυπούσε σκούρο κόκκινο και οι παλμοί άγγιζαν τετραψήφιο νούμερο. Λογικό: σε 40 αγωνιστικά λεπτά θα κρίνονταν ποιος εκ των Παναθηναϊκού και Εφές θα πήγαινε στο Άμπου Ντάμπι και ποιος θα έβλεπε το Final-4 από το σπίτι του.
Ευτυχώς για τους πρωταθλητές Ευρώπης ο Όσμαν και ο Χουάντσο φορούν τη δική του φανέλα: ο Τούρκος ήταν ασύλληπτος στην επίθεση και ο Ισπανός εξίσου εκπληκτικός στην άμυνα, συνθέτοντας το καλύτερο, κι ελαφρώς «ιδιόμορφο», δίδυμο στο 3-4 σ’ ολόκληρη την Ευρώπη.
Ο τρόπος με τον οποίον συμπληρώνει ο ένας τον άλλον είναι μνημειώδης και δίνει την ευκαιρία στον άλλον να μεγαλουργήσει στο κομμάτι εκείνο του παρκέ που είναι το δυνατό του σημείο- στο μπροστά μισό ο ένας, στο πίσω μισό ο άλλος.
Για τον Τζέντι, τα έχουμε πει πολλάκις: ο κόσμος που δεν είχε επαφή με το ΝΒΑ και δεν ήταν «εξοικειωμένος» με το παιχνίδι του θεωρούσε, μέχρι πρότινος, πως δεν έχει δικαιώσει τις προσδοκίες, πως παίζει κάτω από τα στάνταρ του και ούτω καθεξής. Όπως ακριβώς- δείτε τι πήγαμε και θυμηθήκαμε τώρα…- συνέβαινε και με τον Χουάντσο πέρυσι, πριν την τελική ευθεία της θριαμβευτικής, όπως αποδείχτηκε, σεζόν.
Ο Όσμαν είναι ένα πλήρες επιθετικό πακέτο: ένας streaky shooter από το τρίποντο μεν, που έχει περισσότερες καλές μέρες από τα 6.75 παρά κακές δε. Πέραν τούτου, το κορμί του (που, ειρήσθω εν παρόδω, βελτιώθηκε πάρα πολύ όσο «προχωρούσε» η χρονιά) είναι καταπληκτικό για να μαρκάρει τα τριαροτεσσάρια της Euroleague, είναι ταχύς- πάντα για τα ευρωπαϊκά δεδομένα- και έχει αυτή την καινοφανή ικανότητα να μετατρέπει ολομόναχος την άμυνα σε επίθεση, χωρίς να πασάρει καν. Ριμπάουντ, κατέβασμα της μπάλας, μπούκα, καλάθι.
Ο Ερνανγκόμεθ, από την άλλη, είναι το απόλυτο αμυντικό εργαλείο, ένας παίκτης που μπορεί ν’ αλλάξει τις ισορροπίες του εκάστοτε παιχνιδιού «μέσα» από τις βοήθειες που δίνει, τις (μυθικές για άνθρωπο του ύψους του) περιστροφές του, και, φυσικά, την one-on-one defense που παίζει στους… πάντες. Ενδεχομένως από την εποχή του Δημήτρη Διαμαντίδη να έχουμε να δούμε έναν σταρ- γιατί τέτοιος είναι ο Χουάντσο- να γέρνει την πλάστιγγα υπέρ της ομάδας του «μέσω» της άμυνας.
Αν βάλουμε, λοιπόν, στο μπασκετικό μείγμα τον Όσμαν και τον Χουάντσο τι έχουμε; Ακριβώς: το καλύτερο- ή, αν προτιμάτε, το πιο πλήρες– δίδυμο σε ολόκληρη τη διοργάνωση. Δύο «αλληλοσυμπληρούμενους» παικταράδες που αποτελούν δυσεπίλυτο γρίφο για κάθε προπονητή που καλείται να βρει την άκρη απέναντι σε δύο τέτοιους φόργουορντ.
Το πρώτο ημίχρονο αμφότερων- όταν και το Τριφύλλι κάνει τη μεγάλη διαφορά που, κατ’ ουσίαν, του «χαρίζει» το ματς- είναι βγαλμένο από τα πιο υγρά όνειρα των φίλων του Παναθηναϊκού: ο Όσμαν να διαλύει κάθε αμυντικό πλάνο του Μπάνκι και ο Χουάντσο να μαρκάρει μέχρι και τον… φροντιστή της Εφές πίσω, υψώνοντας ανάχωμα το οποίο δεν μπορείς να υπερκεράσεις ούτε με συνεχή επίκληση στα θεία.
Το ξέρουμε, μην προτρέχετε: μετά από ένα μεγαλειώδες 15λεπτο ο Παναθηναϊκός φάνηκε να «σβήνει» ανεξήγητα, ο αγώνας αποτέλεσε την επιτομή του «άσχημου παιχνιδιού», η Εφές (μια εξαιρετικά σκληροτράχηλη ομάδα που αποδείχτηκε πως ήταν ό,τι χειρότερο μπορούσε να τύχει στο Τριφύλλι) αρνιόταν να παραδοθεί και φτάσαμε στο σημείο τα πάντα να κρέμονται από μία αγωνιστική κλωστή.
Εν τέλει, οι Πράσινοι άντεξαν, πέρασαν με το οριακό 3-2 και θα δώσουν το «παρών» σ’ ακόμα ένα final-4, εκεί που θα έχουν για… παρέα Ολυμπιακό, Φενέρ και Μονακό.