Στο ποδόσφαιρο, λένε, πολλά είναι θέμα timing. H συγκεκριμένη λέξη έχει φορεθεί τόσο πολύ, που μοιάζει πλέον με φετίχ. Το timing, η χρονική συγκυρία, βοηθάει πολύ την εκτόξευση της καριέρας ενός ποδοσφαιριστή. Ή, αντίθετα, μπορεί να της δημιουργήσει σημαντικά ζητήματα, για τα οποία ο ίδιος ο ποδοσφαιριστής μπορεί να μην ευθύνεται.
Ο Γιώργος Κυριακόπουλος, ο 28χρονος Πατρινός αριστερός μπακ-χαφ που έκλεισε στον Παναθηναϊκό, έψαχνε αυτό το σωστό timing σε όλα τα χρόνια της ποδοσφαιρικής του καριέρας. Βρέθηκε, όμως, μπροστά σε τέτοιες καταστάσεις, που δεν μπορούσε να επηρεάσει μόνος του. Όχι μία, αλλά τρεις φορές στην καριέρα του έχει τύχει η προσωπική του κορυφή απόδοσης να έχει συμπέσει με μέτρια ως κακή πορεία της ομάδας, στην οποία αγωνιζόταν. Πλήρωνε, λοιπόν, κι αυτός το «μάρμαρο» της γενικότερης αποτυχίας και η δική του κορυφή κρυβόταν. Ή, τέλος πάντων, δεν αναδεικνυόταν όσο θα ήθελε και θα περίμενε κι ο ίδιος.
Γέννημα θρέμμα της Πάτρας, από τα τρία του χρόνια να κλωτσάει μια μπάλα στο δρόμο, και με πατέρα ακραιφνή ποδοσφαιρόφιλο, η ενασχόλησή του με το ποδόσφαιρο έμοιαζε δεδομένη. Και ξεκίνησε πολύ νωρίς: Από τα επτά του χρόνια, κατ’ αρχάς στον Πανπατραϊκό και μετά στη Θύελλα Πατρών, το καμάρι των Προσφυγικών. Με τη Θύελλα δεν κρύβει κι ο ίδιος ότι τον δένουν πολλά και τη σχέση του με το ιστορικό πατραϊκό σωματείο την καλλιεργεί ακόμη, αν και έφυγε σε ηλικία μόλις 15 ετών.
Το όνομά του είχε ήδη αρχίσει να ακούγεται και εκτός Πάτρας, το ενδιαφέρον ακόμα και από αθηναϊκούς συλλόγους δεδομένο, όμως με συλλογική απόφαση της οικογένειας επέλεξε να μετακομίσει στην Τρίπολη και τον Αστέρα, πριν κλείσει τα 16 του χρόνια. Στην αρχή στις ακαδημίες του Αστέρα, κι από το 2013, όταν και ενηλικιώθηκε κι έγινε επαγγελματίας, στην ανδρική ομάδα.
Το ντεμπούτο του έγινε στις 22/1/2014, στον επαναληπτικό αγώνα Κυπέλλου με τον Ολυμπιακό για τη φάση των «16». Αυτός που τον έβαλε κατευθείαν στα βαθιά χωρίς να «περάσει» από την Κ20, ως είθισται, ήταν ο Στάικος Βεργέτης. Προς το τέλος της σεζόν έκανε συνεχόμενες συμμετοχές.
Η επόμενη σεζόν, πάντως, δεν έφερε την ώθηση που αναμενόταν. Έκανε μόνο τρία ματς (και 7 στην Κ20), οπότε αποφασίστηκε την επόμενη σεζόν (2015-16) να δοθεί δανεικός. Χώρισε τη σεζόν στα δύο, στην αρχή με τον Εργοτέλη και από τον Ιανουάριο και μετά τη Λαμία, αμφότερες τότε στη Football League, με συνολικά 29 συμμετοχές. Τότε επανήλθε για τα καλά στον Αστέρα και τις δύο επόμενες σεζόν (2017-18 και 2018-19) λογιζόταν ως πρώτη επιλογή στα αριστερά της άμυνας.
H πρώτη προσωπική του κορυφή ήταν η σεζόν 2018-19, όταν και έκανε συνολικά 30 συμμετοχές και πέτυχε τα πρώτα του γκολ σε πρωτάθλημα και κύπελλο (συνολικά 3). Ο Αστέρας, όμως, εξασφάλισε την παραμονή του στην κατηγορία την τελευταία αγωνιστική, σαφώς χαμηλότερα απ’ όσο είχε συνηθίσει και η ίδια η ομάδα να βρίσκεται.
Ένα καλοκαίρι γεμάτο συζητήσεις (ο Ολυμπιακός λεγόταν τότε ότι ενδιαφερόταν περισσότερο), αλλά το πράγμα δεν προχωρούσε, ξεκίνησε το πρωτάθλημα 2019-20 με τον Αστέρα όταν, στις 2 Σεπτεμβρίου, τελευταία ημέρα των μεταγραφών, του τηλεφώνησε ο μάνατζέρ του: δανεικός στη Σασουόλο πας; Δεν το σκέφτηκε καθόλου. Έφτιαξε βαλίτσες.
Η Ιταλία ήταν ένας διαφορετικός κόσμος. Δούλεψε περισσότερο στην τακτική, προσπάθησε πολύ να προσαρμοστεί γρήγορα σ’ ένα νέο περιβάλλον επειδή δεν γνώριζε και τη γλώσσα. Με μια γενική ματιά, πάντως, αυτό που βγαίνει απ’ όλο την εξαετία του εκεί είναι ότι τον εμπιστεύθηκαν σταθερά. Σε όποια ομάδα κι αν αγωνίστηκε, κατάφερε να κλείσει όλες τις σεζόν του με 25+ αγώνες. Δεν ήταν αυτό που λέμε αναντικατάστατος, αλλά πάντα βοηθούσε.
Στη Σασουόλο πέρασε τρία (και μισό) γεμάτα χρόνια. Τις δύο πρώτες σεζόν του (2019-20 και 2020-21), πολύ δύσκολες και λόγω κορωνοϊού, η μικρούλα Σασουόλο τερμάτισε στην πρώτη οκτάδα της βαθμολογίας, μάλιστα τη δεύτερη σεζόν διεκδίκησε μέχρι τέλους ένα ευρωπαϊκό εισιτήριο. Τη σεζόν 2021-22, όταν ο Κυριακόπουλος είχε πια προσθέσει και την εμπειρία στα προτερήματά του κι έκανε την καλύτερη σεζόν του (με συνολικά 31 εμφανίσεις), η Σασουόλο υποχώρησε στην αδιάφορη 11η θέση.
Νιώθοντας κι ο ίδιος ότι ο κύκλος άρχισε να κλείνει, πίεσε για την μετακίνησή του στη Μπολόνια με τη μορφή δανεισμού. Κάτι που έγινε το χειμώνα του 2022. Ο δανεισμός του κράτησε μισή σεζόν, αλλά όταν επέστρεψε στη Σασουόλο βρέθηκε άλλη πρόθυμη ομάδα της Serie A να τον εντάξει στους κόλπους της, η Μόντσα, και πάλι με τη μορφή του δανεισμού.
Η πρώτη του σεζόν στους «μπιανκορόσι» ήταν πολύ ενθαρρυντική, με συνολικά 29 ματς. Δεν είχε σχέση, όμως, με τη σεζόν που μόλις τελείωσε, η οποία ήταν κατά γενική ομολογία η πιο μεστή της καριέρας του: 36 ματς με 3 γκολ και πολλά προσωπικά χειροκροτήματα. Το timing αυτό, όμως, για μια ακόμη φορά δεν συμβάδισε με αυτό της ομάδας. Η Μόντσα έχασε από νωρίς την επαφή της με τη σωτηρία και τελικά υποβιβάστηκε.
Η εθνική ομάδα αποτελεί ένα άλλο μεγάλο κεφάλαιο. Μετά την πρώτη σεζόν του στην Ιταλία με τη Σασουόλο κλήθηκε από τον Φαν τ’ Σχιπ και έκανε το ντεμπούτο του στο φιλικό ματς με την Αυστρία τον Οκτώβριο του 2020. Ο Ολλανδός τον χρησιμοποίησε και σε επίσημα ματς για το Nations League το 2021 και σαν αλλαγή στο 1-1 με την Ισπανία για τα προκριματικά του Μουντιάλ του Κατάρ.
Ο Γκουστάβο Πογέτ δεν τον ξεχνούσε στις κλήσεις του, φαινόταν να τον παρακολουθεί, ωστόσο στη θητεία του Ουρουγουανού έπαιξε σαν αλλαγή στα δύο φιλικά του Νοεμβρίου 2022 με Μάλτα και Ουγγαρία. O ίδιος δε έχει αποκαλύψει ότι με τον συγκεκριμένο προπονητή υπήρξε αντιπαράθεση. Η τελευταία του (ως τώρα;) συμμετοχή έχει καταγραφεί τον Νοέμβριο του 2024 στο φιλικό με τη Μάλτα, όπου έπαιξε όλο το 90λεπτο με τον υπηρεσιακό Νίκο Παπαδόπουλο στον πάγκο.
Το 2022 σε συνέντευξή του, όντας παίκτης της Μπολόνια, έλεγε ότι δεν σκέφτεται την επιστροφή στο ελληνικό πρωτάθλημα, μαζί βέβαια μ’ ένα παράπονο πως αισθάνεται ότι δεν εισπράττει τον ίδιο σεβασμό στη χώρα μας όσο στην Ιταλία. Η ίδια η ζωή, βέβαια, έχει διδάξει το «ποτέ μη λες ποτέ». Η συμφωνία του με τον Παναθηναϊκό τον φέρνει πάλι στα μέρη μας, έμπειρο πια και «έτοιμο» να διεκδικήσει το σωστό timing. Προσωπικό και ομαδικό.
Comments