0

Ένα κάστρο από μόνο του, ως κτίριο, δεν αξίζει τίποτα. Χρειάζεται και υπερασπιστές, που θα επανδρώσουν τις πολεμίστρες του. Αν το δούμε από την… ποιητική πλευρά το θέμα, ο Τριαντάφυλλος Τσάπρας δεν θα μπορούσε να πάει αντίθετα στο κάρμα του. Με καταγωγή από το Κάστρο, το χωριό του δήμου Ορχομενού, ο νέος ποδοσφαιριστής του Παναθηναϊκού δεν θα μπορούσε να γίνει τίποτε άλλο εκτός από… αμυντικός!

Δεν ήταν πάντα έτσι, βέβαια. Στα πρώιμα ποδοσφαιρικά χρόνια, εκεί που και τα παιδιά (και πολύ σωστά) ξεδιπλώνουν όλα τα καλά τους στοιχεία στο χορτάρι και οι προπονητές (επίσης πολύ σωστά) πειραματίζονται, ο 24χρονος σήμερα ποδοσφαιριστής αγωνιζόταν αρκετά πιο… μπροστά στη διάταξη. Ήταν και δεξιός χαφ, αλλά κάποιες φορές και δεξιός εξτρέμ. Η καθιέρωσή του στο δεξί άκρο της άμυνας, είτε ως ακραίο μπακ, είτε ως δεξιός στόπερ στην τριάδα, ήλθε με την προώθησή του στην πρώτη ομάδα του Λεβαδειακού.

H απόσταση από το Κάστρο στη Λιβαδειά είναι κάτι περισσότερο από 30 χλμ. Λόγω… γεωγραφίας το Κάστρο έχει αποκτήσει μεγαλύτερη φήμη απ’ όση αναλογούσε σ’ ένα χωριό με τέτοιον πληθυσμό, που μετριέται με τριψήφιο νούμερο. Κι αυτό διότι εκεί βρίσκεται ο γνωστός κόμβος, η στροφή που οδηγεί τους ταξιδιώτες από το νότο της Ελλάδας στο δρόμο προς την Αράχωβα. Αυτή την απόσταση για κάποια χρόνια η οικογένεια Τσάπρα την είχε… Κολιάτσου-Παγκράτι.

Η σωματική διάπλαση του μικρού Τριαντάφυλλου, η δύναμη με την οποία έμπαινε στις φάσεις, η αλτικότητα και το μομέντουμ που έδειχνε στις κεφαλιές, αλλά κυρίως η «επαγγελματική», θα’ λεγε κανείς, νοοτροπία που έδειχνε από παιδί, κέντρισαν το ενδιαφέρον ακαδημιών της Αθήνας. Αυτή που κέρδισε ήταν η ΑΕΚ. Η οικογένεια αποφάσισε από κοινού να επιτρέψει στον Τριαντάφυλλο να μετακομίσει στα 15 του στην πρωτεύουσα, προκειμένου να εξελίξει το ταλέντο που όλοι πια αναγνώριζαν ότι είχε.

Η αθηναϊκή περιπέτεια, όμως, κράτησε για λίγο. Ήταν επίσης μια κοινή απόφαση, η οποία δεν έχει σχέση με το ταλέντο του παιδιού, όπως λένε τώρα αυτοί που γνωρίζουν. Απλά, η πιο ψύχραιμη εκτίμηση των πραγμάτων έδειξε ότι και στις ακαδημίες του Λεβαδειακού, που βρισκόταν στην ουσία «εντός έδρας», ο Τριαντάφυλλος θα μπορούσε να εξελιχθεί το ίδιο, αν όχι καλύτερα. Θα έπαιρνε τις ευκαιρίες που έπρεπε και θα αισθανόταν πιο ασφαλής, σ’ ένα πολύ πιο γνώριμο περιβάλλον.

Η σεζόν όπου άρχισε ν’ ακούγεται γερά το όνομά του ήταν η 2018-19, η τελευταία του ως έφηβος. Με την Κ19 του Λεβαδειακού ήταν βασικός, με 30 συμμετοχές και 3 γκολ. Ήταν, πλέον, θέμα χρόνου το ντεμπούτο με την πρώτη ομάδα. Κι αυτό έγινε στη Super League 2, όταν ο Δημήτρης Σπανός τον επέλεξε στις 25 Οκτωβρίου 2019 για την αμυντική τριάδα στο απαιτητικό ματς με τον ΠΑΣ Γιάννινα. Είναι από τους λίγους παίκτες που θυμόμαστε που έκανε ντεμπούτο σε τόσο μικρή ηλικία και μάλιστα σαν βασικός.

Μέλος της πρώτης ομάδας έγινε από τότε, όμως λόγω νεαρής ηλικίας ήταν πίσω στις προτεραιότητες, κι έτσι οι συμμετοχές του ήταν σχετικά λίγες. Τη σεζόν 2020-21 έπαιξε δέκα ματς. Η χρονιά, πάντως, της άνθησης ήταν η 2021-22, η σεζόν που βρήκε και τον Λεβαδειακό θριαμβευτή στην Super League 2. Ο Γιάννης Ταουσιάνης τον εμπιστεύθηκε είτε ως δεξί μπακ, είτε ως δεξί στόπερ σε διάταξη 3-4-1-2, κι ο μικρός ανταποκρίθηκε, μοιράζοντας και 4 ασίστ εκτός από το ένα γκολ που σημείωσε σ’ ένα από τα τελευταία ματς της σεζόν με την ΑΕ Καραϊσκάκης.

Η τελευταία τριετία τον βρήκε να καλύπτει τη θέση αυτή ως βασικός, με όποιον προπονητή κι αν ανέλαβε την ομάδα. Τη σεζόν 2022-23 είχε 2 γκολ και 2 ασίστ σε 29 ματς (2.606 λεπτά). Τη σεζόν 2023-24 στην Super League 2 είχε 5 γκολ και 6 ασίστ σε 32 ματς (2.659 λεπτά). Και την τελευταία σεζόν 2024-25, πάλι στη Super League 1, είχε 3 γκολ και 5 ασίστ σε 31 ματς (2.588 λεπτά). Αν δεν το παρατηρήσατε, η συνολική του συμμετοχή σ’ αυτή την τριετία είναι σχεδόν ισόποση, δείχνοντας και τη σταθερότητα με την οποία διαχειρίζεται τις δυνάμεις του μέσα στη σεζόν.

Η μεταγραφική ειδησεογραφία του καλοκαιριού τον έφερε στα ραντάρ του ΠΑΟΚ (με πολύ κολακευτικά σχόλια του Λουτσέσκου, σύμφωνα με το ρεπορτάζ) και τις τελευταίες ημέρες υπήρξε φημολογία περί συμφωνίας του με την ΑΕΚ, λόγω και του πρότερου ποδοσφαιρικού του βίου. Αλλά τελικά αυτός που χαμογέλασε ήταν ο Παναθηναϊκός.

Το επίπεδο, φυσικά, αλλάζει, οι απαιτήσεις αυξάνονται, αλλά πλέον θα πρέπει να αλλάξει και η δική του οπτική. Ειδικά τα χρόνια της καθιέρωσης στον «μεγάλο» σύλλογο αυτό που έχει σημασία δεν είναι τόσο το «κάτι παραπάνω», όσο «αυτό που θέλει ο προπονητής». Φαίνεται απλό και εύκολο, αλλά δεν είναι. Όσο πιο γρήγορα γίνει η προσαρμογή σ’ αυτό, τόσο το καλύτερο για την καριέρα του.

Το προφίλ της Ρέιντζερς, αντιπάλου του Παναθηναϊκού

Previous article

Κακοπροαίρετες συκοφαντίες για δήθεν πρόβλημα στις σχέσεις Αταμάν και Σλούκα

Next article

You may also like