Όταν ρώτησαν τον Καρίμ Αμπντούλ Τζαμπάρ τον Μάρτιο του 1990, λίγο πριν δει τη φανέλα του με το «33» να αποσύρεται στον ουρανό του «Great Western Forum» του Λος Άντζελες, ποιο είναι το σημαντικότερο συναίσθημα που θα πρέπει να αισθάνεται ένας αθλητής που σταματάει την καριέρα του. Η μονολεκτική απάντησή του δεν θα μπορούσε να είναι πιο σαφής: completeness, πάει να πει πληρότητα.
Αισθάνεται, άραγε, το ίδιο σήμερα ο Ιωάννης Παπαπέτρου; Είναι μια ερώτηση που μόνο αυτός μπορεί να απαντήσει. Σ’ εμάς τους «απ’ έξω», που δεν έχουμε ψάξει στα κατάβαθα της ψυχής του, η απόφαση να σταματήσει το μπάσκετ μοιάζει πρόωρη. Σαν μια δουλειά που έμεινε μισοτελειωμένη. Γι’ αυτό προκάλεσε έκπληξη.
Κι αυτό το συναίσθημα είναι ένα ακόμα παράσημο. Το τελευταίο χρονικά που θα κρεμάσει στο γεμάτο αθλητικό του στήθος ο μικρότερος γιος του Αργύρη και της Αναστασίας Παπαπέτρου: Ότι παρά τη γκρίνια και την υπερβολική τοξικότητα και τον μηδενισμό που κατοικοεδρεύει στο ελληνικό μπάσκετ ειδικά τον τελευταίο καιρό ΟΛΟΙ, φίλοι και «αντίπαλοι», έχουν την αίσθηση ότι είχε κι άλλα, πολλά, να δώσει σ’ αυτό το επίπεδο.
Αυτή είναι η μία όψη του νομίσματος. Αν απαριθμήσουμε, πάντως, τα επιτεύγματα του Ιωάννη από τότε που πάτησε το παρκέ μέχρι χθες, που πήρε την απόφαση να το εγκαταλείψει, δύσκολα δεν θα αισθανθούμε την αίσθηση της πληρότητας. Μια καριέρα που σταμάτησε μεν στα 31, αλλά μέσα σ’ αυτό το διάστημα γεύτηκε τα πάντα. Διάβολε, τις επτά από τις 12 σεζόν της «ανδρικής» του καριέρας στέφθηκε πρωταθλητής, και μάλιστα με τρεις διαφορετικές ομάδες! Θυμάστε πολλούς με πάνω από 50%… ευστοχία στους τίτλους;
Τα πιστοποιητικά αναφέρουν ότι ο Ιωάννης γεννήθηκε στην Πάτρα στις 30 Μαρτίου 1994. Ακόμα και ο τόπος γέννησης «μυρίζει» μπάσκετ: Ο πατέρας του Αργύρης αγωνιζόταν στον Απόλλωνα. Η οικογένεια έχει καταγωγή από τους πρόποδες του Ολύμπου, το Αιγίνιο Πιερίας, και ο Αργύρης πρόλαβε να αγωνιστεί ως έφηβος στον Πιερικό πριν κάνει το μεγάλο βήμα στα 19 του για τον Παναθηναϊκό.
(Παρεμπιπτόντως, ο Αργύρης Παπαπέτρου έχει το εξαιρετικό, και πάρα πολύ δύσκολα καταρριπτέο, ρεκόρ χρονολογικής διαφοράς μεταξύ δύο εμφανίσεών του σε μεγάλες διοργανώσεις με την εθνική ομάδα ανδρών! Έπαιξε στο Προολυμπιακό του 1984, ακόμα έφηβος παίκτης του Πιερικού (!), αλλά και στο Μουντομπάσκετ του 1994 στον Καναδά, στο κατώφλι της μπασκετικής του ωριμότητας).
Το μπασκετικό DNA εισχώρησε τόσο βαθιά στα παιδιά της οικογένειας, τον Γιώργο και τον Ιωάννη, που κατά τη δική τους αφήγηση δεν έκαναν… τίποτε άλλο στο σπίτι από το να βλέπουν μπάσκετ. Ψέματα. Ήταν και καλοί μαθητές. Φρόντιζαν το μυαλό τους και το σώμα τους από μικροί. Κι αυτό έχει αποτυπωθεί σε όλες τις δημόσιες τοποθετήσεις. Ο Ιωάννης χειρίζεται τόσο καλά τη γλώσσα, όσο και τη μπάλα…
Ξεκίνησε από τις ακαδημίες του Ηλυσιακού. Ενός συλλόγου με ιστορία, ο οποίος τη δεκαετία του 2000 είχε φροντίσει πολύ τα τμήματα υποδομής του και πρωταγωνιστούσε στις μικρές ηλικίες και ήδη εκεί αγωνιζόταν ο Γιώργος (μεγαλύτερος κατά τρία χρόνια). Αγωνίστηκε εκεί για μία πενταετία πριν ενδώσει (κι αυτός) στις αμερικανικές σειρήνες, μάλιστα αποφασίζοντας να τελειώσει τις βασικές του σπουδές στη Φλόριντα των ΗΠΑ.
Στη Μέλμπουρν και το αυστηρό, πλην όμως απόλυτα… μπασκετικό περιβάλλον της Florida Air Academy, ο Ιωάννης βίωσε αυτό που στις ΗΠΑ λέγεται «prep school» σε όλα τα επίπεδα. Προετοιμάστηκε και πνευματικά και σωματικά για μια καριέρα στο κολεγιακό μπάσκετ, ενώ είχε «γράψει» και τις πρώτες του συμμετοχές στην εθνική Παίδων ήδη από το 2009, όντας ακόμα στο ηλικιακό επίπεδο των παμπαίδων. Τη χρονιά που έπαιξε μπάσκετ εκεί ολοκλήρωσε τους αγώνες του με 22,1 πόντους ανά ματς! Λογικό είναι να έλαβε αρκετές προσκλήσεις από κολέγια.
Αυτοί που του παρουσίασαν το πιο ελκυστικό πρότζεκτ ήταν οι Τέξας Λόνγκχορνς. Ακαδημαϊκό και αθλητικό μαζί. Ήταν από τους λίγους Έλληνες που πήγαν στις ΗΠΑ και στην πρώτη τους χρονιά είχαν ρόλο στην ομάδα που επέλεξαν (8,2 πόιντοι, 4,5 ριθμπάουντ και 1,4 ασίστ σε 22 λεπτά).
Η απόφαση να αφήσει τις σπουδές του για να ξεκινήσει επαγγελματική καριέρα δεν ήταν εύκολη. Υπήρξε, όμως, πολύ δελεαστική και κολακευτική για το ταλέντο του. Ο Ολυμπιακός, ήδη back-to-back νικητής της Euroleague, έψαχνε τον αντικαταστάτη του Κώστα Παπανικολάου, ο οποίος είχε ανοίξει τα φτερά του για τη Μπαρτσελόνα. Ο Γιώργος Μπαρτζώκας εκτίμησε και τα προσόντα του Ιωάννη και τον χαρακτήρα του. Η πίεση ήταν τέτοια που τελευταία στιγμή αποφάσισε να μην ανέβει στο αεροπλάνο για το Όστιν και να μετακομίσει στον Πειραιά.
Στα πέντε χρόνια καριέρας του με τα ερυθρόλευκα δεν πέτυχε και λίγα: Δύο πρταθλήματα (2015, 2016), δύο συμμετοχές στους τελικούς της Euroleague (2015,2017), ανάδειξή του σε καλύτερο νέο παίκτη του ελληνικού πρωταθλήματος (2016) και συμμετοχή στην εθνική Ανδρών στο Προολυμπιακό τουρνουά του Τορίνο στα 22 του (2016). Με την εθνική, βέβαια, είχε συνεχόμενες παρουσίες μέχρι και το 2023 στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Άπω Ανατολής.
Έχοντας μπροστά του στο «3» στην αρχή τον Λοτζέσκι και μετά τον ίδιο τον Παπανικολάου, «ανάγκαζε» τους εκάστοτε προπονητές του να καταφεύγουν σε αλχημείες για να του δίνουν χρόνο συμμετοχής: Πίσω από τον Πρίντεζη στο «4» (αν και ο ίδιος παραδέχτηκε ότι δεν ήταν το καλύτερό του), ακόμη και στο «2» σε ψηλά σχήματα. Δεν δημιούργησε θέμα, κι ας ήθελε να παίζει περισσότερο. Αυτή η σκέψη, όμως, βάρυνε στο μυαλό του όταν θα αποφάσιζε για το μέλλον του, το καλοκαίρι του 2018.
Η μετακίνηση μεταξύ των «αιωνίων» δεν είναι εύκολο για οποιονδήποτε αθλητή. Πόσο μάλλον όταν δεν είναι περαστικός από μια ομάδα, αλλά βασικό γρανάζι. Ο Ιωάννης συμφώνησε με τον Παναθηναϊκό, την ομάδα που συμπαθούσε από μικρός λόγω οικογενειακής παράδοσης. Είχε προλάβει, βέβαια, να παίξει αντίπαλος στην ελληνική Α1 το 2015 με τον αδελφό του Γιώργο, τότε παίκτη του Κόροιβου Αμαλιάδας.
Στον Παναθηναϊκό ο ρόλος του ήταν σαφώς πιο αρχηγικός. Στα τέσσερα χρόνια που κράτησε η πρώτη του θητεία ολοκλήρωσε όλες τις χρονιές με διψήφιο αριθμό σε μέσο όρο πόντων. Στις 14 Νοεμβρίου 2019 πέτυχε 39 πόντους απέναντι στην Άλμπα Βερολίνου (9/10 δίποντα, 6/12 τρίποντα, 3/4 βολές), τους περισσότερους που έχει πετύχει Έλληνας παίκτης στην Euroleague από τη σύστασή της το 2001.
Στον Παναθηναϊκό το παλμαρέ του συμπληρώθηκε: Τρία ακόμα πρωταθλήματα (2029-21), δύο κύπελλα (2019-2021), ένα Σούπερ Καπ (2021). Ήταν ο MVPτου πρωταθλήματος (2021) και χρίστηκε αρχηγός της ομάδας.
Το 2022 αποφάσισε να ακολουθήσει μια ακόμη μεγάλη πρόκληση: Παρτίζαν Βελιγραδίου υπό τον Ζέλικο Ομπράντοβιτς. Πρωταθλητής κι εκεί, μάλιστα στην Αδριατική Λίγκα, με συμμετοχή άνω των 20 λεπτών, αν και με ρόλο πιο περιορισμένο (5,1 πόντοι).
Η επιστροφή στον Παναθηναϊκό το καλοκαίρι του 2023 ήταν το κερασάκι στην τούρτα. Με ρόλο πια που γνώριζε ότι δεν θα ήταν «πρώτο βιολί», αλλά με εμπειρία και γνώση, μπήκε στη μάχη και συμμετείχε σε μια χρονιά μαγική, με κατάκτηση της Euroleague που του έλειπε (2024) και του πρωταθλήματος Ελλάδας με ανατροπή από 0-2 (2024).
Η χρονιά αυτή, βέβαια, μαζί με τις χαρές έφερε και την πίκρα. Ο σοβαρός του τραυματισμός στο γόνατο και η ταλαιπωρία που βίωσε μέτρησαν πολύ σοβαρά στην απόφασή του. Ακόμα ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα: Δεν παραπονιόταν, δεν «διέρρεε» προς τα έξω πόσο πονάει, πόσο σοβαρά είναι τα πράγματα, πόσο πάλευε με το ίδιο του το μυαλό.
Μέχρι και η απόφασή του να μην συμμετέχει στην προετοιμασία της Εθνικής Ανδρών το προηγούμενο καλοκαίρι αμφισβητήθηκε. Κι ευτυχώς που κάποιοι έβαλαν τα πράγματα στη θέση τους, αποκαλύπτοντας ότι στη συζήτηση που έκανε με τον Βασίλη Σπανούλη είπε ότι ήταν έτοιμος να παίξει στο Προολυμπιακό αν ήταν απόλυτη ανάγκη, αν και αυτό θα σήμαινε πως θα έχανε το μεγάλο ραντεβού των Ολυμπιακών Αγώνων.
Μια μπασκετική ζωή, λοιπόν, στο απόλυτο προσκήνιο. Με διψήφιο αριθμό τίτλων, με πρωταγωνιστικό ρόλο, με αποδοχή καθολική από το υγιές μέρος των φίλων του μπάσκετ (αυτό που τον ενδιαφέρει και τον ίδιο), χωρίς δημοσιότητα για ίντριγκες, έρωτες, χλιδάτε διακοπές, δηλαδή για οτιδήποτε άλλο πέρα από τις επιδόσεις του στο παρκέ.
Μετά την «αποκάλυψη» του μικρού Ιωάννη, ήλθε και η στιγμή της «κάλυψης». Όπως ανέφερε και ο ίδιος στο αποχαιρετιστήριο μήνυμά του, πέτυχε περισσότερα απ’ όσα ονειρευόταν.
Αντί επιλόγου: Τέτοια πρόσωπα, μ’ αυτό το προφίλ που έδειξε όλα αυτά τα χρόνια, αξίζει να μένουν στο σπορ και να το υπηρετούν κι εκτός παρκέ. Ξέχωρα από τη δική του διάθεση, που είναι πάνω απ’ όλα, πρέπει να βρει και πόρτες ανοιχτές για να προσφέρει.