Είναι μάλλον ασυνήθιστο στο ποδόσφαιρο σήμερα, ομάδες ν’ αναμετρώνται δύο φορές σε απόσταση μίας εβδομάδας και να προσέρχονται με 21/22 ίδιους παίκτες στις ενδεκάδες…που όλοι καταλαβαίνουμε πως θα ήταν 22/22 αν δεν είχε αποβληθεί στη Γλασκώβη ο Βαγιαννίδης. Πρακτικά, από το πρώτο στο δεύτερο ματς, μόνον…η ομάδα διαιτησίας άλλαξε. Το ασυνήθιστο οδήγησε σε αυτό που, με πανομοιότυπους 21/22, εν τέλει ήταν και το φυσιολογικό. Δύο πανομοιότυπα σενάρια.
Κυριαρχικός Παναθηναϊκός, ευάλωτοι Ρέιντζερς γαντζωμένοι ατάκτως στο τείχος Μπάτλαντ, Παναθηναϊκός που ντρεπόταν να σκοράρει, Ρέιντζερς που σε 180 λεπτά αντιμετώπισαν 34 τελειώματα και ισοδυναμεί με ένα μικρό θαύμα, ή δύο θαύματα, ότι δέχθηκαν μόλις ένα γκολ. Αυτά, στα δύο τρίτα της κάθε παρτίδας. Περίπου για 50-60, στα 90, λεπτά. Υστερα, με τους Ρέιντζερς στα σχοινιά, αμέσως ήρθαν οι στιγμές. Διαφορετικές μεν, με την ολόιδια game-changing επήρρεια δε.
Η κόκκινη κάρτα, στη Σκωτία. Στην Αθήνα, το γκολ ενός super sub, καινούργιου στο γκρουπ, καθόλου ντροπαλού στο να μπει και, άφθαρτος, μονομιάς να χτίσει το δικό του μομέντουμ με το να δείξει στο νέο περιβάλλον τι ξέρει να κάνει. Ενα πολύ δύσκολο βολέ, ένα πολύ καθαρό κτύπημα στη μπάλα. Μπορώ να σκεφτώ όχι ολίγους συναδέλφους του Γκασαμά που, εάν επιχειρούσαν ένα τέτοιο κτύπημα στη μπάλα, θα πάθαιναν…εξάρθρωση.
Το πώς μπήκε ο Παναθηναϊκός σε αυτή την υπόθεση υψηλού διακυβεύματος, η είσοδος ανέδιδε ποδοσφαιρική ευρωστία. Ο,τι άρμοζε στο διακύβευμα, ό,τι αντιστοιχούσε στην ωραία κερκίδα. Κάτι το υγιές. Η οργάνωση, οι αποστάσεις, η συγκέντρωση. Ενα παιγνίδι με μυαλό, με ποιότητα, ένα παιγνίδι στο οποίο ο Παναθηναϊκός απολύτως καθόρισε σε ποια μέτρα (θα) παιζόταν. Και όχι η είσοδος, μονάχα. Δηλαδή, τα αναμενόμενα 15-20 λεπτά ασύμμετρης πίεσης. Θα έλεγα, η δυνατή ένταση σε παρατεταμένη διάρκεια.
Οταν επιλέγεις στη ζωή να υποστηρίζεις και να ταυτίζεσαι συναισθηματικά με big club, ακριβώς αυτή την εικόνα θέλεις να βλέπεις από την ομάδα. Σε (απειρο)ελάχιστα κομμάτια παιγνιδιού οι Ρέιντζερς μπόρεσαν να κάνουν κατοχή και κυκλοφορία, ώστε να συγκρατήσουν την one-way ροή και έτσι κάπως ν’ ανασάνουν. Η επιβίωσή τους ήταν, το σημειώσαμε ήδη, ο τερματοφύλακάς τους. Και ένα αρκετά καλύτερο οπωσδήποτε, σε σχέση με το Αϊμπροξ, διάβασμα των στατικών φάσεων, επιθετικών και αμυντικών, του Παναθηναϊκού.
Μάγκας λοιπόν, ο προπονητής των Ρέιντζερς; Δάγκας, ο προπονητής του Παναθηναϊκού; Δεν λειτουργεί έτσι, η σοβαρή αξιολόγηση. Ο προπονητής νίκησε…η ομάδα αποκλείστηκε, είναι η περίπτωση του Παναθηναϊκού. Ο προπονητής ήρθε δεύτερος…η ομάδα βγήκε πρώτη, είναι η περίπτωση των Ρέιντζερς. Ακόμη και αν μπορεί κανείς να προσχεδιάσει/προβλέψει τα πάντα, ένα πράγμα στη μπάλα δεν σταθμίζεται ποτέ. Θα το/τα βάλει στα δίχτυα, η ομάδα;
Κι άλλο ένα, τώρα που το ξανασκέφτομαι. Θα το δώσει, ο ρέφερι; Sorry, αλλά το περιστατικό του σέντερ-μπακ Σούταρ είναι πέναλτι. Η μπάλα πέφτει επάνω στο χέρι του, επειδή το χέρι είναι απλωμένο. Σε αφύσικη θέση, που λέμε. Και είναι σε αφύσικη θέση, απλούστατα διότι στη μονομαχία ο Σκωτσέζος το έχει απλώσει ενστικτωδώς για να πιάσει τη φανέλα του Ιωαννίδη. Το περιστατικό, θυμίζω, κατεγράφη στο δεκάλεπτο.
Πάνω στο καλύτερο, μια τρίχα μακρυά από το μηδέν-ένα, στη Γλασκώβη ο Παναθηναϊκός δέχθηκε το γκολ απέξω, έπειτα και την αποβολή. Πάνω στο καλύτερο επίσης, μια τρίχα μακρυά από το δύο-μηδέν, εδώ στο Στάδιο ο Παναθηναϊκός έφαγε το ένα-ένα. Και στο ένα και στο άλλο, το αποτέλεσμα ήταν ότι μία δυσμενής αλληλουχία φάσεων αρκούσε για να βγάλει όλο τον αέρα από τα πανιά. Να θολώσει την, έως τότε καθαρή, ιδέα. Να πλήξει ανεπανόρθωτα, την πίστη. Να τον πάρει, που λέμε, από κάτω.
Ο Παναθηναϊκός διαθέτει πλειάδα καλών ποδοσφαιριστών. Το επιμύθιο του επόμενου πρωινού δηλοί ότι αυτό που δεν διαθέτει τώρα ο Παναθηναϊκός είναι, είτε ο συλλογικός χαρακτήρας να κοντράρει την αναποδιά είτε οι δύο-τρεις προσωπικότητες που, εκτός από το να είναι καλοί ποδοσφαιριστές, σαν tough guys θα τραβήξουν και τους υπόλοιπους κόντρα στην αναποδιά.
Πηγή: sdna.gr
Comments