0

Μπουρκίνα Φάσο. Όνομα εξωτικό, τραγουδιστό, καθαρά αφρικανικό, για ένα κράτος στη Δυτική Αφρική, το οποίο ως το 1984 ονομαζόταν Άνω Βόλτα. Στις δύο τοπικές γλώσσες που κυριαρχούν, τη Μόσι και τη Ντιούλα, σημαίνει «γη των τίμιων ανθρώπων». Ήταν μια έμπνευση του τότε (πραξικοπηματία) προέδρου Τομά Σανκάρα, για να τονίσει το χαρακτηριστικό γνώρισμα των φυλών που ζούσαν επί αιώνες σ’ εκείνα τα μέρη.

Σταυροδρόμι ανάμεσα στις ακτές του Κόλπου της Γουινέας και τη Βόρεια Αφρική, η περιοχή εκείνη δεν θα μπορούσε να μην επηρεαστεί από το εμπόριο. «Έβγαζε», λοιπόν, εμπόρους. Τίμιους εμπόρους. Αυτό που αγόραζες, αυτό έπαιρνες, στη σωστή τιμή. Αυτό, προφανώς, επιθυμεί και ο Παναθηναϊκός με το νέο του απόκτημα για τη θέση κάτω από τα δοκάρια, τον Αλμπάν Μαρκ Λαφόντ, που γεννήθηκε και πέρασε τα πρώτα εννέα χρόνια της ζωής του στη Μπουρκίνα Φάσο.

Ήταν μόλις 16 ετών και 310 ημερών όταν ο Αλμπάν Λαφόντ, ο νέος γκολκίπερ του Παναθηναϊκού, στάθηκε κάτω από τα δοκάρια της Τουλούζ, ο νεότερος τερματοφύλακας στην ιστορία της Ligue 1. Και δεν έδειξε στιγμή να ζαλίζεται. Ενάντια στη Νις, στην πρώτη του εμφάνιση, κράτησε ανέπαφη την εστία του και δεν κοίταξε ποτέ ξανά πίσω. Ξεκίνησε μια καριέρα που όλα έγιναν πολύ γρήγορα και πολύ νωρίς.

Ο Λαφόντ ήταν πάντα κάτι παραπάνω από ένα παιδί-θαύμα. Είχε ύψος, έκταση, γρήγορα αντανακλαστικά, και κυρίως μια ατάραχη ψυχραιμία που τον έκανε να ξεχωρίζει. Έπαιζε σαν να είχε κάνει εκατό εμφανίσεις στην πρώτη κατηγορία, ενώ δεν είχε προλάβει να τελειώσει ούτε το λύκειο. Οι συγκρίσεις με τον Ντοναρούμα ή τον Κουρτουά ήρθαν αναπόφευκτα, με κοινό χαρακτηριστικό όλων τους το πρόωρο βάπτισμα στο κορυφαίο επίπεδο.

Σε αντίθεση με τις αφρικανικές μεταναστευτικές ιστορίες πείνας και δυστυχίας, αυτή του Λαφόντ είναι πολύ διαφορετική. Ο πατέρας του, επιχειρηματίας με καταγωγή από τη Γαλλία και η μητέρα του από τη Μπουρκίνα Φάσο, ζούσαν άνετα στην Ουαγκαντούγκου, την πρωτεύουσα της χώρας. Ο Αλμπάν είχε ξεκινήσει ήδη να ασχολείται με το ποδόσφαιρο στα τμήματα υποδομής της τοπικής ομάδα Ετουάλ Σπορτίφ. Ο λόγος της μετακόμισής του στη Γαλλία ήταν το διαζύγιο των γονιών του και η επιμέλεια που δόθηκε στον πατέρα. Ο οποίος αποφάσισε να εγκατασταθεί στην περιοχή Ερό, κοντά στο Μονπελιέ, το 2008, όταν ο Αλμπάν ήταν εννέα ετών.

Η μετακόμιση δεν χάλασε τα ποδοσφαιρικά όνειρα. Ο νεαρός Αλμπάν γράφτηκε στην Λατουάζ, την ομάδα της περιοχής (προάστιο του Μονπελιέ) κι έμεινε εκεί ως τα 14 του χρόνια. Ως το πιο ανεπτυγμένο σωματικά παιδί της γενιάς του άρχισε να παίζει σέντερ φορ, αλλά ένα τυχαίο γεγονός τον έστρεψε στην… αντίθετη κατεύθυνση. Σ’ ένα ματς παιδικών ομάδων δεν εμφανίστηκε κανένας από τους δύο τερματοφύλακες της ομάδας κι ο προπονητής του πρότεινε να παίξει αυτός. Η ομάδα του νίκησε με 8-1, αυτός απέκρουσε δύο πέναλτι (!) και πλέον είχε βρει το δρόμο του.

Η σωματική του διάπλαση (στα 12 του είχε ήδη ύψος 1μ.88 και τελικά… σταμάτησε στο 1μ.96) τον έκανε να ξεχωρίσει αμέσως. Η Λατουάζ τον έστειλε για δύο συνεχόμενες σεζόν στο Pôle Espoirs du Castelmaurou, ένα από τα 14 επίσημα κέντρα ελίτ ανάπτυξης νέων ποδοσφαιριστών που λειτουργεί υπό την αιγίδα της Γαλλικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας. Όλα αυτά από το 2012 ως το 2014. Πλέον το όνομα και το ταλέντο του ξεπερνούσε κατά πολύ τις φιλοδοξίες μιας τοπικής ομάδας. Η Τουλούζ δεν έχασε την ευκαιρία να τον κάνει δικό της, και να τον χρησιμοποιήσει μάλιστα σχεδόν αμέσως.

Είναι χαρακτηριστικό ότι υπέγραψε επαγγελματικό συμβόλαιο τον Ιανουάριο του 2015, με το που έκλεισε τα 16 του χρόνια! Και μετά το ντεμπούτο του έπαιξε πάνω από 100 φορές με την πρώτη ομάδα πριν φτάσει 20 ετών. Στην πρώτη του ήδη επαγγελματική χρονιά έπαιξε 24 ματς και δέχτηκε μόλις 27 γκολ.

Ήταν φανερό ότι η Τουλούζ είχε βρει έναν παίκτη με τεράστια μεταπωλητική αξία. Ήδη είχαν ξεκινήσει και οι κλήσεις του στις μικρές εθνικές ομάδες της Γαλλίας. Συνολικά έγραψε 30 συμμετοχές σε όλα τα ηλικιακά επίπεδα, από Κ16 ως την Κ21.

Την τελευταία ημέρα των χειμωνιάτικων μεταγραφών του 2018 ανακοινώθηκε η μετακίνησή του στη Φιορεντίνα. Στα 19 του χρόνια έγινε ένας από τους πιο ακριβοπληρωμένους τερματοφύλακες, με την μετακίνησή του να τιμάται 8 εκ. ευρώ, ενώ εκείνη τη στιγμή η χρηματιστηριακή του αξία σύμφωνα με το transfermarkt είχε ανέβει στα 18 εκ. ευρώ.

Εκ των υστέρων, αποδείχτηκε μια κίνηση βιαστική, που θα έπρεπε να είχε αποφύγει. Η χρονιά που πέρασε στη Φιορεντίνα ήταν μια λοξοδρόμηση από την καριέρα του, ένα στραβοπάτημα, που όμως δεν τον γκρέμισε. Οι «βιόλα» του φέρθηκαν σαν πραγματικό επαγγελματία, ακριβοπληρωμένο κιόλας, κι έβαλαν στην άκρη ότι, παρά την ωριμότητα που έδειχνε και μέσα κι έξω από το γήπεδο ως τότε, δεν ήταν παρά ένα παιδί 19 ετών. Που έπρεπε να προσαρμοστεί σε μια νέα χώρα, ένα νέο περιβάλλον που δεν γνώριζε και συνθήκες τέτοιες που το λάθος απαγορευόταν.

Στη Φιορεντίνα έμεινε για έναν χρόνο ακριβώς. Έπαιξε σε 38 ματς, πήρε δηλαδή αρκετές ευκαιρίες. Έκανε λάθη συγκέντρωσης, απαράδεκτα για το επίπεδό του και απρόσμενα για ό,τι είχε δείξει ως τότε. Από τους πρώτους μήνες κιόλας φαινόταν ότι καλόβλεπε τον επαναπατρισμό του.

Οι Ιταλοί δεν ήθελαν να πετάξουν ένα τέτοιο περιουσιακό στοιχείο, αλλά αναγνώρισαν ότι, τουλάχιστον στη συγκεκριμένη συγκυρία, ο Αλμπάν δεν «κούμπωσε» με τις απαιτήσεις τους. Έτσι αποφάσισαν το δανεισμό του στη Ναντ, μάλιστα για δύο χρόνια! Κάτι που δεν είναι συνηθισμένο στο σημερινό ποδόσφαιρο της συνεχούς κινητικότητας.

Από τον Ιανουάριο του 2019, όταν και ο Λαφόντ έγινε παίκτης των «καναρινιών», μέχρι το 2021 που έληξε ο δανεισμός του, το όνομά του «έπαιζε» για επιστροφή στη Φιορεντίνα σχεδόν σε κάθε μεταγραφική περίοδο. Ο ίδιος το απέρριπτε. Τελικά οι «βιόλα» συναίνεσαν στην παραχώρησή του στη Ναντ με κανονική μεταγραφή και κόστος 7,5 εκ. ευρώ. Μία η άλλη τους ήλθε.

Στη Ναντ έγινε αρχηγός. Όχι μόνο επειδή ήταν από τους πιο σταθερούς παίκτες, αλλά επειδή ενσάρκωνε την ψυχή μιας ομάδας που πάλευε για να μείνει στην επιφάνεια. Σήκωσε το Κύπελλο Γαλλίας το 2022, έγινε MVP της σεζόν για τον σύλλογο. Ακόμα κι όταν αντιμετώπισε σοβαρό τραυματισμό, στην πρεμιέρα της σεζόν 2022-23, το κλαμπ δεν έχασε την εμπιστοσύνη στο πρόσωπό του.

Η τελευταία σεζόν, πάντως (2024-25) ήταν η μοναδική που πέρασε χωρίς να είναι βασικός. Όχι μόνο έχασε τη θέση του και το περιβραχιόνιο του αρχηγού, αλλά έκανε και συμμετοχές στη Β’ ομάδα της Ναντ, στην 5η κατηγορία της Γαλλίας. Τότε ωρίμασε η σκέψη του ότι πρέπει να βρει ένα νέο περιβάλλον.

Κι ας μην κατάφερε ποτέ να φτάσει μέχρι την εθνική Γαλλίας των ανδρών. Γιατί αν και είχε περάσει από όλες τις μικρές εθνικές, το μεγάλο ντεμπούτο δεν ήρθε ποτέ. Ο ανταγωνισμός, άλλωστε, ήταν ανελέητος.

Κάποια στιγμή υπήρξε φήμη πως θα εκπροσωπήσει την Μπουρκίνα Φάσο, την χώρα που γεννήθηκε. Ο ίδιος ποτέ δεν το επιβεβαίωσε. Σαν να περίμενε ακόμα μια τελευταία ευκαιρία για να φορέσει το μπλε. Ακόμα κι αν ήξερε ότι μπορεί να μην έρθει ποτέ.

Δεν είναι ο πιο εκκεντρικός τερματοφύλακας — δεν φωνάζει, δεν χειρονομεί, δεν κάνει θεατρικά. Είναι όμως σταθερός, ήσυχος και τεχνικά πολύ καλά δουλεμένος. Μοιάζει να έχει περάσει ήδη από όλες τις φάσεις ενός τερματοφύλακα: το θαύμα, το λάθος, την αμφισβήτηση, την επιστροφή, την ωριμότητα.

Στα 26 του χρόνια, και με πάνω από 350 επαγγελματικούς αγώνες στα χέρια του, αυτό που αναζητά πια είναι μια… σφραγίδα: Ότι μπορεί να τα καταφέρει σε ανώτερο επίπεδο, σ’ αυτό που είχε δώσει υποσχέσεις ότι θα κάνει όταν ήταν έφηβος. Και ότι η επαγγελματική του εμπειρία θα τον βοηθήσει να βρει πατήματα σε μια ξένη χώρα. Τον Παναθηναϊκό τον βλέπει σαν μια ευκαιρία να κάνει ένα προσωπικό άλμα. Η ιστορία δείχνει ότι για να το καταφέρει χρειάζεται εμπιστοσύνη, να νιώσει καλά και ασφαλής, για να αποδώσει.

Πρόγραμμα EuroLeague 2025/26: Αυτό είναι το πρόγραμμα της πρώτης αγωνιστικής

Previous article

Μπρέγκου: Ένας μικρός…πολυθεσίτης παίκτης του Παναθηναϊκού!

Next article

You may also like