Η μοίρα τα έφερε έτσι ώστε η πρώτη επίσκεψη ελληνικού συλλόγου στην Σαμψούντα να είναι αυτή του Παναθηναϊκού απέναντι στη Σαμψουνσπόρ την προσεχή Πέμπτη.
Από τη συγκεκριμένη περιοχή της βόρειας Τουρκίας στον Εύξεινο Πόντο, ξεκίνησε η σκοτεινή περίοδος της γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου, με απολογισμό θυμάτων άνω των 350 χιλιάδων από το 1914 έως το 1923.
Ελάχιστοι ίσως γνωρίζουν ότι η υιοθέτηση του όρου «γενοκτονία», που προέρχεται από την αγγλική λέξη «genocide», διατυπώθηκε από τον Πολωνό νομικό, Ράφαελ Λέμκιν, με σκοπό να καταδείξει τη σφαγή και τον μαζικό ξεριζωμό των Ελλήνων του Πόντου.
Πλέον, έχουν περάσει 106 ολόκληρα χρόνια από την αποβίβαση του Μουσταφά Κεμάλ και των Νεοτούρκων στη Σαμψούντα, η οποία αποτέλεσε την αρχή της «τελικής λύσης» για τον Ποντιακό ελληνισμό.
Η μαύρη επέτειος της γενοκτονίας τιμάται στις 19 Μαΐου, όμως οι άνθρωποι τείνουν πιο εύκολα να… σκοτώνουν την Ιστορία, παρά τους ίδιους τους ανθρώπους.
Οι Έλληνες, ως ο λαός που τιθάσευσε την θάλασσα δεν πρέπει να έχουν λήθη. Μήτε φόβο. Αλλωστε, επιβίωσαν ιστορικά στο βάθος των αιώνων κι ας είναι μια μικρή κουκκίδα στον παγκόσμιο χάρτη, Ως άλλοι Δαυίδ απέναντι σε -κατά καιρούς- διάφορους Γολιάθ.
Επιβάλλεται να έχουν ιστορική μνήμη.
Οχι φανατισμό. Γνώση. Οχι λήθη. Μνήμη.
Στα αρχαία χρόνια η σημερινή Σαμψούντα λεγόταν Αμισός. Στην πορεία των ετών μετονομάστηκε σε Σαμψούντα, ονομασία που προήλθε από την έκφραση «εις Αμισόν», που σταδιακά έγινε Σαμσούν και μετέπειτα Σαμψούντα.
Αρχικά, ανήκε στο Βασίλειο του Πόντου. Στη συνέχεια έγινε μέρος της αυτοκρατορίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου κι από το 47 π.Χ. τέθηκε υπό την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.
Το 1389 καταλήφθηκε από τους Οθωμανούς και στις 19 Μαίου 1919 οι Νεότουρκοι εισέβαλαν στην πόλη, ξεκινώντας ουσιαστικά τη γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου.
Σήμερα η Σαμψούντα είναι μία από τις τριάντα επαρχίες της Τουρκίας στην περιοχή της Κεντρικής Μαύρης Θάλασσας.
Αποτελείται από 17 συνοικίες και 1.247 γειτονιές, έχει πληθυσμό 1.356.079 ανθρώπους κι είναι η μεγαλύτερη πληθυσμιακά πόλη της Μαύρης Θάλασσας.
Η Αμισός ιδρύθηκε το 562 π.Χ από τους Ίωνες της Φώκαιας. Ως πρώτους κατοίκους της περιοχής ο Ηρόδοτος αναφέρει τους Σύρους Καππαδόκες, ενώ στη βυζαντινή εποχή χρησιμοποιούνταν η ονομασία Αμινσός.
Οι Σελτζούκοι Τούρκοι, στα τέλη του 12ου αιώνα, με αρχηγό τον εμίρη Κιλίτς Αρσλάν Β’ κατάφεραν να εγκατασταθούν πολύ κοντά στην Αμισό και να θεμελιώσουν μια καινούργια πόλη που την ονόμασαν Σαμσούν.
Οι δυο αυτές πόλεις απείχαν μόνο ένα χιλιόμετρο απόσταση. Κι όχι μόνο δεν ήταν εχθρικές, αλλά στην πραγματικότητα είχαν άκρως αρμονικές σχέσεις και κοινά συμφέροντά.
Ωσπου, το 1393, ο Οθωμανός Σουλτάνος Μπαγιαζίτ Ι΄ Γιλντιρίμ πήρε τη Σαμψούντα από τον εμίρη Κιλίτς και, κατόπιν, άρχισε σταδιακά να διώκει τον χριστιανικό πληθυσμό, μέρος του οποίου εγκαταστάθηκε στην Άνω Αμισό.
Οι κάτοικοι της Άνω Αμισού ήταν ελληνόφωνοι, είχαν δύο ελληνικά σχολεία και τον πολιτιστικό σύλλογο «Ορφεύς».
Μετά τον Κριμαϊκό Πόλεμο (1856), η Αμισός άρχισε να προσελκύει από παντού Έλληνες. Εμπόρους και βιοτέχνες, κυρίως, οι οποίοι μετέφεραν εκεί τις επιχειρήσεις τους.
Η γεωγραφική θέση και το εύφορο έδαφος στο οποίο ευδοκιμούσε εντυπωσιακά το φυτό του καπνού, ήταν ο κυριότερος λόγος που έφτασε στη μεγαλύτερη εμπορική και οικονομική της πρόοδο.
Ο νέος ελληνικός πληθυσμός προερχόταν από την Τραπεζούντα, την Οινόη, την Κωνσταντινούπολη, αλλά κι από την -τότε- ελεύθερη Ελλάδα.
Η ποικιλία του καπνού στην περιοχή είναι η καλύτερη ολόκληρης της Τουρκίας κι απ’ τις καλύτερες στον κόσμο.
Έτσι η Αμισός, μέσα σε μόλις τέσσερις δεκαετίες, έγινε κέντρο μονοπωλίου καπνού, έχοντας την αποκλειστικότητα εμπορίας σ’ όλη την Ανατολή.
Η παραγωγή όσο και η διάθεση του καπνού βρίσκονταν κυρίως σε χέρια ελληνικά. Το 60% της παραγωγής το αγόραζαν Έλληνες καπνέμποροι, το 25% ξένες εταιρείες, το 10% Αρμένιοι, και το 5% Τούρκοι επιχειρηματίες.
Πληθυσμιακά, το 1914 η Αμισός είχε 40.000 κατοίκους. Οι 20.000 ήταν Έλληνες, οι 16.500 Τούρκοι, οι 2.000 Αρμένιοι και άλλοι 1.500 από άλλες εθνότητες.
Υπήρχαν αρκετοί μορφωτικοί σύλλογοι. «Περικλής», «Αναγέννησις», «Φιλόπτωχος Αδελφότης Κυριών», «Ορφεύς», ενώ κυκλοφορούσαν οι εφημερίδες «Αναγέννησις», «Διογένης» και «Φως».
Στην εκπαίδευση δέσποζε το «Τσινέκειο» γυμνάσιο και νηπιαγωγείο, δωρεά του ευεργέτη της κοινότητας Τσινεκίδη, το «Αρρεναγωγείο», η «Αστική Σχολή» και το «Παρθεναγωγείο».
Το 1914 ξεκίνησαν τα μαύρα χρόνια. Το πρόγραμμα της λεηλασίας, εξορίας και σφαγής των Ελλήνων του Πόντου, ξεκίνησε από τα γύρω χωριά.
Αποσπάσματα στρατιωτών και ατάκτων εξορμούσαν στα «ρωμαίικα» μέρη κι έπιαναν όσους άντρες και γυναικόπαιδα δεν είχαν καταφύγει στα βουνά.
Σχημάτιζαν αποστολές («σεφκιέτ») και τους έστελναν στο Τσόρουμ, στη Μερζιφούντα, στο Σογκουρλού. Τους παρατούσαν εκεί για να πεθάνουν από την πείνα ενόσω τα σπίτια τους καίγονταν ολοσχερώς και τα ζώα τους κατάσχονταν.
Οι καταγραφές των φακέλων των χωριών της περιφέρειας της Σαμψούντας, που υπάρχουν στα Αρχεία (Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών), αναφέρουν τον εμπρησμό τουλάχιστον 31 χωριών.
Μετά την καταστροφή του άμαχου πληθυσμού, δόθηκε εντολή να εξοντωθούν όλοι όσοι κατέφυγαν στα βουνά του Αγιού-Τεπέ, του Κοτσά-Νταγ και του Νεμπιέν-Νταγ.
Η αποστολή ολοκληρώθηκε. Το ελληνικό στοιχείο ξεριζώθηκε με πρωτοφανείς «στρατηγικές».
Ητοι, απέφευγαν την άμεση εξόντωση των θυμάτων μέσω εκτελέσεων, αλλά τους υπέβαλλαν στη δοκιμασία μακρών πορειών υπό αντίξοες συνθήκες μέχρι να πεθάνουν, αφού είχαν προηγηθεί οι λεηλασίες των περιουσιών τους.
Στη συνέχεια, έσβηναν τα ίχνη τους. Ακόμα και το ελληνικό νεκροταφείο που υπήρχε στην περιοχή… οργώθηκε (!) και μετατράπηκε σε καπνοφυτεία…
Εως το Σεπτέμβριο του 1922, με την καταστροφή της Σμύρνης δηλαδή, δεν είχαν απομείνει καθόλου Έλληνες στην Σαμψούντα. Οι Νεότουρκοι σχεδίασαν και εφάρμοσαν την εξόντωση του ελληνικού στοιχείου του Πόντου με τη δημιουργία ταγμάτων εργασίας, με εκτελέσεις επιφανών Ποντίων, με απαγχονισμούς και εκτοπίσεις κατοίκων μέχρι τον οριστικό ξεριζωμό τους το 1922.
Τότε, κάποιοι από τους διασωθέντες της γενοκτονίας εγκαταστάθηκαν ως πρόσφυγες στην Πρέβεζα. Εκεί δημιούργησαν τη Νέα Σαμψούντα. Ενα ποντιακό χωριό χτισμένο σε υψόμετρο 28 μέτρων στην εύφορη κοιλάδα της Λάμαρης, κοντά στις εκβολές του ποταμού Λούρου.
Οι κάτοικοι της Νέας Σαμψούντας διατηρούν μέχρι σήμερα τα ήθη και τα έθιμά τους (με πρώτο στη λίστα τις περίφημες αβγομαχίες το Πάσχα), τις πολιτιστικές καταβολές και το γλωσσικό τους ιδίωμα.
Αναβιώνουν τα έθιμα τους. Σέβονται το παρελθόν τους. Την καταγωγή τους. Δεν ξεχνούν.
Διότι λαός χωρίς μνήμη, είναι λαός δίχως μέλλον.

Πηγή: sdna.gr
Comments