0

Ο Νίκος Νιόπλιας μιλά για όλους και για όλα!

Ποδοσφαιράνθρωπος. Αυτή είναι η ιδανικότερη λέξη για να περιγράψει τον Νίκο Νιόπλια. Μπορεί στο ελληνικό πρωτάθλημα να επιλέγουμε να ασχολούμαστε κυρίως με τα εξωαγωνιστικά ζητήματα, αλλά υπάρχουν άνθρωποι που συνεχίζουν να μας μεταδίδουν την αγάπη για το ποδόσφαιρο με έναν ιδιαίτερο και συνάμα ρομαντικό τρόπο.

Ένας εξ αυτών είναι σίγουρα ο 56χρονος τεχνικός του ΟΦΗ, ο οποίος έχει την ικανότητα να σε παρασύρει σε μία ποδοσφαιρική συζήτηση που δεν θέλεις να τελειώσει. Και προφανώς το πιο κατάλληλο περιβάλλον για μία τέτοια κουβέντα δεν θα μπορούσε να είναι άλλο από το Βαρδινογιάννειο Αθλητικό Κέντρο, τη ναυαρχίδα του ΟΦΗ.

Εκεί που χτίζεται, εξελίσσεται και προοδεύει το πιο “ποδοσφαιρικό” πρότζεκτ που έχουμε δει ποτέ στα μέρη μας. Με αυταπάρνηση, μεράκι και ένα συγκεκριμένο στόχο. Να δούμε μία ομάδα που αφήνει πίσω τις παθογένειες του ελληνικού ποδόσφαιρου και προχωρά σε κάτι διαφορετικό, κάτι μοναδικό και παράλληλα ελκυστικό. Με οδηγό την αγάπη για το άθλημα.

Εκεί, ανάμεσα σε πίνακες τακτικής, ποδοσφαιρικές εικόνες και μία φωτογραφία του Ευγένιου Γκέραρντ, μάς μίλησε για τους στόχους του ΟΦΗ, τα χρόνια που πέρασε στην Εθνική ομάδα τόσο ως ποδοσφαιριστής όσο κι ως προπονητής, τα σωστά και τα λάθη του, ενώ αποκάλυψε και ανέκδοτες (ή λιγότερο γνωστές) ιστορίες από την περίοδο που κάθισε στον πάγκο του Παναθηναϊκού.

Πάντα με ειλικρίνεια και σεβασμό. Πιο ώριμος, πιο συνειδητοποιημένος και πιο έτοιμος από ποτέ να βάλει κι εκείνος το λιθαράκι του προκειμένου να δούμε ένα πιο όμορφο, πιο δίκαιο και πιο… ποδοσφαιρικό ελληνικό ποδόσφαιρο.

Μέσα από τα δικά του λόγια, τα οποία και θα διαβάσετε παρακάτω, μπορείτε να καταλάβετε τη φιλοσοφία του. Ποδοσφαιρική και μη. Σίγουρα πάντως ενδιαφέρουσα.

Από κάθε άποψη.

Θα πρέπει στο ποδόσφαιρο να μπουν νέα μυαλά και να αλλάξουν λίγο… μυαλά αυτοί που διοικούν. Όχι μόνο τις ομάδες, αλλά και την ΕΠΟ, τη Super League.

Οφείλουμε να σκεφτούμε το καλό του ελληνικού ποδοσφαίρου διότι τα τελευταία χρόνια πάμε κατά διαόλου. Αυτή είναι η αλήθεια. Γιατί; Διότι όλοι κοιτάζουν την ομάδα τους. Πώς γίνεται αυτό; Αφού παίζεις μαζί με άλλους 13.

Αν ο αντίπαλός σου δεν είναι δυνατός, δεν θα είσαι ούτε κι εσύ. Κι αυτό φαίνεται στις ευρωπαϊκές πορείες.

Σε αγωνιστικό επίπεδο, η περσινή σεζόν ήταν δύσκολη για όλες τις ομάδες. Όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στο εξωτερικό. Αν δεν έχεις κάποιον Άραβα να σε σώσει, τότε δεδομένα δυσκολεύεσαι. Οι μόνοι που κρατήθηκαν καλά ήταν οι Άγγλοι και οι Γερμανοί. Διότι έχουν οργανώσει εξαιρετικά το ποδόσφαιρό τους.

Επιστρέφοντας στα του ΟΦΗ, σίγουρα ήταν μία δύσκολη χρονιά. Δεν ξεκινήσαμε καλά και αν σε πάρει ο κατήφορος, είναι δύσκολο να επανέλθεις. Η μία ήττα φέρνει την άλλη. Είχαμε και τραυματισμούς κι αυτό δυσκόλεψε ακόμη περισσότερο την κατάσταση.

Τελικά σωθήκαμε στο τέλος, αλλά το πάθημα πρέπει να μας γίνει μάθημα. Τίποτα δεν είναι εύκολο, όχι μόνο στο ποδόσφαιρο, αλλά και γενικότερα στη ζωή. Όλοι έχουμε τα πάνω μας και τα κάτω μας.

Σε ποδοσφαιρικό επίπεδο, θα πρέπει ως ΟΦΗ να παρουσιάσουμε μία σταθερότητα αγωνιστικά. Διότι πολύ εύκολα πήγαμε Ευρώπη, αλλά το δύσκολο είναι να διατηρηθούμε στο υψηλότερο επίπεδο. Πρέπει να γίνει με αργά και σταθερά βήματα.

Η αλήθεια είναι πως πέρυσι μας είχαν για τελειωμένους. Δεν γίνεται να κάνεις 10 σερί ήττες στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο. Αλλά τελικά καταφέραμε να αποφύγουμε τον υποβιβασμό. Κι αφού τα καταφέραμε, βλέπουμε με μεγάλη αισιοδοξία το μέλλον.

Για εμένα τόσο η παραμονή του ΟΦΗ πέρυσι όσο και το πρωτάθλημα με τον Παναθηναϊκό ήταν εύκολα.

Τα θεωρώ εύκολα διότι στον Παναθηναϊκό είχαμε παικταράδες και από την άλλη πλευρά ο ΟΦΗ είναι ένα ιστορικό σωματείο με πολύ καλούς ποδοσφαιριστές. Βέβαια, ο Παναθηναϊκός τότε είχε στόχο το πρωτάθλημα, ενώ ο ΟΦΗ πέρυσι δεν είχε ως στόχο να μείνει στην κατηγορία, αλλά να πλασαριστεί σε ευρωπαϊκή θέση. Τα δεδομένα και οι στόχοι άλλαξαν εξαιτίας της πορείας της ομάδας.

Πέρυσι ο διακόπτης άλλαξε επειδή ένιωσα πως οι ποδοσφαιριστές μού έχουν εμπιστοσύνη. Δεν γινόταν να είμαστε τόσο χάλια βάσει ποιότητας. Είχα την εμπειρία ως προπονητής να διαχειριστώ κάποιες καταστάσεις και το πολύ θετικό ήταν πως ήμουν μέσα στην ομάδα από μία διαφορετική θέση πριν αναλάβω την τεχνική ηγεσία. Επομένως, γνώριζα τον κάθε παίκτη και τι μπορεί να προσφέρει.

Στο τέλος της χρονιάς επέστρεψαν κι οι τραυματίες, κάναμε νίκες και δείξαμε πως βρισκόμαστε σε καλή φόρμα. Γι’ αυτό και παραμείναμε στην κατηγορία.

Το πολύ θετικό φέτος δεν είναι απλά ότι δεν χάνουμε εύκολα, αλλά είμαστε πολλές φορές 50-50 ή 60-40 απέναντι σε δυνατές ομάδες για να πάρουμε ακόμα και τη νίκη. Αν εξαιρέσουμε τον αγώνα με τον Άρη, σε όλα τα υπόλοιπα ήμασταν ιδιαίτερα ανταγωνιστικοί.

Το 3-3 με την ΑΕΚ είναι ένας πραγματικός άθλος. Πολλοί λένε πως η ΑΕΚ έπαιζε με 10 παίκτες, αλλά με 10 παίκτες μας έβαλε δύο απ’ τα τρία γκολ. Άρα κι εκείνοι μετά το 3-1 ταρακουνήθηκαν και ήρθε αυτό το σπουδαίο αποτέλεσμα.

Η αλήθεια είναι πως το φετινό καλοκαίρι άρχισε με αρκετή αμφισβήτηση από τον κόσμο. Αλλά εμείς εξ αρχής είχαμε θέσει ως στόχο να χτίσουμε μία ομάδα που θα είναι έτοιμη στην αρχή του πρωταθλήματος.

Ένα μείγμα καλών παικτών από την περσινή ομάδα και νέων που θα έρθουν για να κουμπώσουν άμεσα. Το ζήτημα για εμάς είναι να παρουσιάσουμε μία σταθερότητα. Να υπάρχει μία αγωνιστική ισορροπία στην ομάδα.

Ήμουν ένας άνθρωπος που πάντα κυνηγούσα τους τίτλους. Τόσο ως ποδοσφαιριστής όσο κι ως προπονητής. Ήμουν αρχηγός της Εθνικής Ελπίδων που έφτασε ως τον τελικό του Euro το 1988, ήμουν βασικός στην Εθνική που πήγε στο Παγκόσμιο Κύπελλο το 1994. Έπαιξα ημιτελικό Champions League με τον Παναθηναϊκό, πήρα πρωταθλήματα και έκανα καλές πορείες με τον ΟΦΗ.

Η επιτυχία φέρνει επιτυχία. Αλλά το σπουδαιότερο απ’ όλα είναι η εμπειρία. Διότι πλέον σκέφτομαι διαφορετικά σε σχέση με 10 χρόνια πριν. Έκανα λάθη επειδή ήθελα να κρατηθώ στο ποδόσφαιρο. Πλέον, είναι όλα πιο εύκολα. Δεν τσακώνομαι και λειτουργώ σίγουρα πιο μυαλωμένα. Όπως ωριμάζουν οι παίκτες, έτσι ωριμάζουν και οι προπονητές. Εδώ ωριμάζουν οι μπαμπάδες (σ.σ. γέλια).

Πλέον, δεν ασχολούμαι με άλλα πράγματα, κάνω μόνο τη δουλειά μου. Στα 20 τσακώνεσαι με όλους, στα 30 επιλέγεις με ποιον θα τσακωθείς. Στα 50, δεν μπαίνεις καν στη διαδικασία να τσακωθείς, παρά μόνο με επιχειρήματα.

Φτάνει κάποια στιγμή, λοιπόν, που δεν έχεις πλέον να αποδείξεις τίποτα. Ενώ στην αρχή αισθάνεσαι πως όλοι είναι εναντίον σου. Αυτά είναι βλακείες.

Επίσης, αλλάζει διαρκώς και το ποδόσφαιρο. Παλαιότερα, έπρεπε ένας προπονητής να τα κάνει όλα μόνος του. Τώρα έχουμε όλα τα εφόδια. Καταρτισμένους συνεργάτες, υλικοτεχνικό εξοπλισμό. Τα πάντα. Ο καθένας έχει το ρόλο του. Κι αυτό είναι κάτι που προσωπικά με ξεκουράζει και ως άνθρωπο.

Τη σεζόν 2016-17, όταν ο ΟΦΗ ήταν στη Β’ Εθνική, ήταν οι χειρότεροι έξι μήνες μου στο ποδόσφαιρο. Έπρεπε να κάνω τον ταξιτζή, τον ταμία, τον προπονητή, δεν υπήρχε τίποτα.

Γι’ αυτό το λόγο, μετά, για 2-3 χρόνια αποφάσισα να απέχω από την προπονητική. Σιχάθηκα. Κουράστηκα πολύ. Είχα πολλές προτάσεις, από Β’, από Γ’ Εθνική, με καλά λεφτά, αλλά δεν ήθελα να πάω.

Βέβαια, δεν σταμάτησα ποτέ να διαβάζω, να εξελίσσομαι και να βελτιώνομαι πάνω στην προπονητή. Ήθελα να βρίσκομαι σε έναν χώρο που θα αποπνέει υγεία. Κι αυτό μου το προσέφερε ο ΟΦΗ περίπου 2,5 χρόνια αργότερα.

Κι όταν η ομάδα με χρειάστηκε ως προπονητή, ήμουν έτοιμος. Να σας πω την αλήθεια δεν το περίμενα ότι θα αναλάβω την τεχνική ηγεσία της ομάδας όταν έφυγε ο Γιώργος Σίμος. Δεν είχα τέτοιες βλέψεις. Είχαμε στον πάγκο ένα εξαιρετικό παιδί, με πολύ καλή παρουσία που ήταν φίλος μας και προσπαθούσαμε να τον βοηθήσουμε με κάθε τρόπο.

Όμως, έτσι είναι το ποδόσφαιρο. Έρχονται 2-3 ήττες και πέρα από την ομάδα, κλονίζεται και ο ίδιος ο προπονητής. Κάποια στιγμή χρειάζεται μία αλλαγή, παρότι κι οι άνθρωποι της ομάδας δεν το ήθελαν, διότι ο Γιώργος είχε παρουσίασε ένα πολύ καλό έργο. Συνεχίζει, πάντως, να είναι φίλος μας και να χαίρει της εκτίμησης του συλλόγου.

Εκείνη την περίοδο, είχα και μία πρόταση από την ΕΠΟ για να αναλάβω μία οργανωτική θέση, αλλά σκέφτηκα πως ο ΟΦΗ με χρειάζεται περισσότερο. Κι η αλήθεια είναι πως χαίρομαι που είμαι προπονητής της ομάδας στη Super League. Διότι, όπως σας προείπα, η εμπειρία στη Β’ Εθνική ήταν πολύ δύσκολη.

Στην Ελλάδα, η δεύτερη κατηγορία είναι νεκροταφείο παικτών και προπονητών.

Ξέρετε γιατί πέρυσι ήταν το καλύτερο πρωτάθλημα όλων των εποχών στη Super League 2; Διότι τελευταία αγωνιστική τέσσερις ομάδες πάλευαν για δύο θέσεις. Πολλά ματς, πολλά ντέρμπι, μεγάλος ανταγωνισμός.

Φέτος με τόσες ομάδες πώς γίνεται να είναι ανταγωνιστικό το πρωτάθλημα; Εδώ υπάρχουν ομάδες που δεν μπορούν να συμπληρώσουν ούτε καν ρόστερ.

Ως ΟΦΗ, δεν αισθανόμαστε πως έχουμε πραγματοποιήσει κάποια εντυπωσιακή πορεία τη φετινή σεζόν. Είμαστε πολύ προσγειωμένοι. Κάνουμε μία σταθερή πορεία. Κοιτάζουμε πάντα ψηλά.

Γιατί μην νομίζεις πως κι εδώ ήταν όλα ρόδινα το καλοκαίρι. Μας είχαν υποψήφιους για υποβιβασμό. Μας αμφισβητούσαν, αλλά εμείς έχουμε έναν συγκεκριμένο στόχο. Στηριζόμαστε στο πλάνο μας.

Δεν θα μας δεις να μιλάμε ούτε για τους αντιπάλους, ούτε για τη διαιτησία. Αλλά είναι δεδομένο πως θέλουμε να κερδίζουμε. Επειδή δεν μιλάμε δεν σημαίνει πως δεν θέλουμε να κερδίζουμε. Πώς γίνεται να μην θέλουμε να κερδίζουμε; Αφού σε όλη μας τη ζωή μάθαμε να κερδίζουμε.

Άμα δεν θέλει να κερδίζει ο Γιώργος Σαμαράς με δύο παρουσίες σε Μουντιάλ και σε Euro, τότε ποιος θέλει;

Προφανώς και είμαστε νικητές. Πάντα βάζουμε στόχους. Δεν παίζουμε για πλάκα. Υπάρχει κόσμος που μας ακολουθεί.

Αγωνιστικά, ο στόχος είναι να παρουσιάσουμε έναν κυρίαρχο ΟΦΗ, όπως συνέβη για παράδειγμα στη Λεωφόρο με τον Παναθηναϊκό. Το σημαντικό είναι πως δουλέψαμε καλά το καλοκαίρι και είχαμε μία ισορροπία ως ομάδα. Όταν θα επιστρέψουν κι οι τραυματίες, θα υπάρχει η βάση για να πάμε ακόμα καλύτερα.

Κοίτα το ποδόσφαιρο. Απέτυχες; Δεν πειράζει. Θα σου δώσει την ευκαιρία η επόμενη ομάδα.

Επίσης, σημαντικό ρόλο παίζουν και οι συνεργάτες. Το λάθος που κάνουν οι ελληνικές ομάδες είναι πως βάζουν δίπλα στους προπονητές δικούς τους ανθρώπους. Άρα στην πραγματικότητα δεν τον εμπιστεύεσαι τον προπονητή. Αν θες να τον βοηθήσεις πραγματικά, βάλε δίπλα του 2-3 καλούς συνεργάτες.

Αν και κατά τη γνώμη μου, ο πρώτος προπονητής θα πρέπει να έχει ισάξιο δεύτερο προπονητή. Χωρίς, βέβαια, να έχει την τάση να γίνει πρώτος ή να τον καπελώσει.

Το θετικό είναι πως φέτος βλέπουμε καλές πορείες από Έλληνες προπονητές. Είναι ο Άκης Μάντζιος στον Άρη. Ο Αργύρης Γιαννίκης στην ΑΕΚ. Εγώ βάζω στους Έλληνες και τον Ιβάν Γιοβάνοβιτς. Έπαιξε 10 χρόνια στην Ελλάδα και έχει πάρει και δικά μας στοιχεία. Όπως κι ο Λουτσέσκου πριν από τον ΠΑΟΚ ήταν στην Ξάνθη.

Αν σταθούμε στην περίπτωση του Γιαννίκη, το θετικό είναι πως γνωρίζει πλέον την ελληνική πραγματικότητα, ύστερα από δύο χρόνια στον πάγκο του ΠΑΣ. Όμως στην ΑΕΚ είναι άλλο το επίπεδο. Αλλιώς είσαι στη μία ομάδα, αλλιώς στην άλλη. Τώρα είσαι στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος.

Για παράδειγμα, το 2010, που ήμουν προπονητής στον Παναθηναϊκό έρχονταν παίκτες με 2 και 3 εκατομμύρια ευρώ. Το θέμα δεν ήταν η προπόνηση, αλλά η σωστή διαχείριση. Όλο το 24ωρο φοβόμουν μήπως συμβεί κάτι. Αλλά και να συμβεί κάτι μπορούσα να καταλάβω ποιο άρθρο είναι αληθές, ποιο είναι ψευδές.

Πλέον, έχω την εμπειρία, δεν αντιδρώ με τον ίδιο τρόπο. Ακόμα κι αν διαβάσω κάτι, μπορώ να καταλάβω αν έχει δόλο, αν έχει επιχειρήματα.

Επίσης, δεν με ενδιαφέρει πλέον να διαβάζω, δεν το έχω ανάγκη. Παλαιότερα, το έκανα συνέχεια. Πλέον, έχω πάψει να ασχολούμαι με το τι γράφεται ή τι λέγεται. Γράψε ό,τι θες. Αν είσαι εσύ ΟΚ με τον εαυτό σου, πάσο. Το γνωρίζεις από μόνος σου αν είσαι εμπαθής ή όχι.

Δεν πέρασαν καλύτεροι από τον Μάρτινς στον Ολυμπιακό; Δεν θα πέρασαν προπονητές με περισσότερες γνώσεις απ’ όσες είχε ο Μπάγεβιτς που τον έχουμε στους κορυφαίους;

Άμα ο άνθρωπος μπορούσε να διαχειριστεί όλο το οικοδόμημα, τον πρόεδρο, τους φιλάθλους, τους παίκτες, τα ΜΜΕ, τότε ναι είναι κορυφαίος.

Για εμένα η πρώτη μου δουλειά μετά από τις Εθνικές ήταν ο Παναθηναϊκός. Είχα βάλει ένα πρόγραμμα. Δεν ήμουν ο πιο έμπειρος προπονητής ή με το καλύτερο ασκησιολόγιο.

Μιλούσα, όμως, στον παίκτη και ήξερε ότι γνώριζα από ποδόσφαιρο. Ότι ήξερα τι του ζητούσα, ότι γνώριζα ποιος ήταν, τι έκανε. Κι επίσης ήξερα να διαβάζω καλά το παιχνίδι, γιατί γνώριζα καλά το στυλ ποδοσφαίρου στο πρωτάθλημά μας. Αυτό μου έδινε μεγάλη δύναμη.

Γιατί μπορεί κάποιος άλλος, ο Τεν Κάτε για παράδειγμα, να έκανε παπάδες στο ασκησιολόγιο, αλλά να πλακωνόταν όλη μέρα με τους παίκτες.

Επίσης το 2010 με το 2020 δεν έχει καμία σχέση στην προπονητική. Εδώ δεν έχει σχέση το 2018 με το 2021. Παλιά το ποδόσφαιρο άλλαζε κάθε δέκα, κάθε δεκαπέντε χρόνια. Τώρα αλλάζει κάθε χρόνο. Οι τερματοφύλακες έπιαναν τη μπάλα, την έδιναν στον αμυντικό και την έπιαναν ξανά. Πλέον είναι εντελώς διαφορετικό το ποδόσφαιρο. Αλλάζουν οι τακτικές.

Επίσης, πάρε όλους τους προπονητές. Τους καλύτερους σε όλες τις ομάδες. Αν εξαιρέσουμε τον Νάιγκελσμαν όλοι είναι πάνω από 50. Γιατί; Διότι έχει γίνει ακόμα μεγαλύτερη η πίεση και πρέπει να έχεις ακόμα καλύτερους διαχειριστές.

Τι με νοιάζει αν είναι καλός προπονητής. Αφού ρε φίλε έχω δισεκατομμύρια, θέλω να πάρω τον Μέσι και τον παίρνω. Αν έρθει στα 30 θα του πω εγώ πώς θα κλοτσήσει ή σε ποια θέση θα παίξει στο γήπεδο;

Όταν ήμουν Ομοσπονδιακός τεχνικός στις μικρές εθνικές ομάδες ήταν κι αλλιώς η Ομοσπονδία. Μου είχαν μεγάλη εμπιστοσύνη. Θυμάμαι τότε ότι κυρίως οι Παναθηναϊκοί, οι ΑΕΚτζήδες έβριζαν τον πρόεδρο της ΕΠΟ, Βασίλη Γκαγκάτση. Να ξέρεις ότι δεν υπήρχε πιο κύριος στην οργάνωση των μικρών Εθνικών ομάδων.

Την πρώτη ημέρα που ήρθε ο Μήτρογλου δεν είχαμε ούτε μπάλες, ούτε κάλτσες, ούτε τίποτα. Του είχαμε δώσει κάποιες τρύπιες κάλτσες να φορέσει.

Τότε είχα ζητήσει να μπει και το όνομα των ποδοσφαιριστών στο πίσω μέρος της φανέλας. Κάτι πρωτόγνωρο. Εδώ στην Ανδρών δεν υπήρχε, πόσο μάλλον στις μικρότερες εθνικές. Αλλά οι επιτυχίες μας βοήθησαν να βελτιωθούμε ακόμη περισσότερο.

Πήγαμε στον τελικό του Euro 2007 με τη Νέων, την επόμενη χρονιά ανέλαβα την Ελπίδων, κάναμε και εκεί εξαιρετική δουλειά. Έβλεπαν πράγματα σε εμένα και με εμπιστεύονταν.

Γι’ αυτό το λόγο όχι μόνο δεν έχω πρόβλημα με τον κ. Γκαγκάτση, αλλά τον ευχαριστώ. Διότι ό,τι ζητούσα, έκανε τα πάντα για να το φέρει εις πέρας. Πηγαίναμε σε όλη την Ελλάδα, κάναμε προεπιλογές και δεν μας ξέφευγε ούτε ένας παίκτης.

Λένε αρκετοί ότι πρώτος ο Σάντος μπήκε σε αυτή τη λογική με τα κλιμάκια. Η αλήθεια είναι πως πρώτοι το κάναμε εμείς και πάλι μέσω… Πορτογαλίας.

Γιατί το 2005 είχα πάει σε ένα συνέδριο στη Λεμεσό και συνάντησα τον Πάουλο Σόουζα, ο οποίος ήταν Τεχνικός Διευθυντής των μικρών εθνικών ομάδων της Πορτογαλίας. Μου εξήγησε αναλυτικά όλο το πλάνο τους και μετά επέστρεψα στην Ελλάδα και μαζί με τον συνεργάτη μου, Μιχάλη Ιορδανίδη το βάλαμε μπροστά και το κάναμε κι εμείς. Μετά ήρθε το 2010 ο Σάντος, αλλά εγώ το ήξερα από το 2005.

Πλέον, μπορεί να μην ασχολούνται το ίδιο με τις μικρές εθνικές ή να μην υπάρχουν τα αντίστοιχα εφόδια. Δεν γνωρίζω τι ισχύει τώρα. Την εποχή που ήμουν εγώ, ήταν θετικό που είχαμε και μία Εθνική Ανδρών που πρωταγωνιστούσε και ίσως έπαιξε κι αυτό το ρόλο του.

Εμένα μου αρέσει η Εθνική του Φαν Σιπ. Με βάση το υλικό, τα πάμε καλά. Βλέπω μία υγεία. Παίζει ο ένας για τον άλλον. Το ζουν.

Μπορεί να μην έχουμε την ποιότητα του παρελθόντος, αλλά έχουμε καλούς ποδοσφαιριστές. Λάθη θα γίνουν. Όλοι κάνουμε λάθη. Ειδικά όταν παίζεις απέναντι σε παίκτες όπως ο Ίσακ, ο Ιμπραχίμοβιτς ή ο Μοράτα.

Σίγουρα βρισκόμαστε σε μία δύσκολη φάση επειδή καταποντιστήκαμε και παίζουμε πλέον με πιο δυνατούς αντιπάλους. Παλαιότερα, η πιο δυνατή ομάδα ήμασταν εμείς. Τώρα έχεις ομάδες όπως η Ισπανία και η Σουηδία που δεν λείπουν από τις μεγάλες διοργανώσεις.

Η νίκη είναι συνήθεια. Χτίζεις με τη νίκη. Ωστόσο, για εμένα το πιο σημαντικό είναι να βλέπω υγεία. Δεν με ενδιαφέρει αν χάσουμε ή αν θα κερδίσουμε.

Δεν είναι εύκολη η Εθνική. Μαζεύεσαι και παίζεις συγκεκριμένες φορές το χρόνο. Γι’ αυτό το λόγο θα πρέπει να υπάρχει ένας κορμός. Ο καλός παραμένει καλός. Αν δεν παίξει μία φορά καλά, δεν τον αποκλείεις. Δηλαδή ακυρώνουμε τις 50 ή 60 διεθνείς συμμετοχές επειδή δεν πήγε καλά ένας παίκτης για έναν μήνα. Όχι βέβαια. Διότι δεν πας εύκολα ψηλά.

Το θέμα στην Εθνική είναι ίσως το μέταλλο. Χρειάζεται να κάνουμε μία καλή χρόνια για να επιστρέψουμε στα παλιά στάνταρ. Γιατί κι οι ηλικίες των παικτών μας είναι καλές.

Θα μπορούσαν να είναι στην Εθνική και ο Σωκράτης και ο Μανωλάς και ο Σιόβας. Γιατί είναι προσωπικότητες.

Θα μπορούσε να βρεθεί μια λύση. Γιατί σίγουρα κάτι υπάρχει πίσω απ’ αυτό. Είναι φανερό. Θα μπορούσε, όμως, να είχε λυθεί το θέμα.

Πολλές φορές γίνεται σύγκριση της Εθνικής του 1994 που πήγε στην τελική φάση του Παγκοσμίου Κυπέλλου με εκείνης που κατέκτησε το Euro το 2004.

Η αλήθεια είναι πως το 1994 είχαμε ταλέντο, αλλά αδικήσαμε τον εαυτό μας.

Μας έλειπε πολύ ο επαγγελματισμός και η οργάνωση, είχαμε πολλούς καλούς παίκτες. Νομίζω τα παλιά τα χρόνια πηγαίναμε λίγο στα τυφλά. Και στις προπονήσεις και στα γήπεδα. Επίσης, δεν είχαμε τις εμπειρίες από το εξωτερικό. Το 2004 υπήρχαν παίκτες που έπαιζαν μακριά από την Ελλάδα.

Γιατί, αν πούμε για τη φουρνιά μας, πολλοί παίκτες θα έπαιζαν στο εξωτερικό για πλάκα τώρα, δεν το συζητάω. Αλλά τότε ήταν μόνο τρεις οι ξένοι που μπορούσε να έχει μία ομάδα και προφανώς έπαιρναν Βραζιλιάνους, Αργεντινούς, Γερμανούς.

Τώρα από 16 ετών πηγαίνουν και δοκιμάζονται και παίζουν στη χώρα που θέλουν να παίξουν. Εγώ ήμουν 20 χρονών και έπαιζα σε τρεις εθνικές ομάδες. Ήμουν αρχηγός στην Ελπίδων, έπαιζα στην Ολυμπιακή ομάδα, αλλά και στην Ανδρών.

Θα ήταν πιο εύκολο να με πάρουν, αλλά τι θα πάρουν; Έλληνα από τον ΟΦΗ; Τώρα είναι ευκολότερο. Δεν είχαμε τότε αυτές τις παραστάσεις, αλλά μας έλειπε κι ο επαγγελματισμός, η τεχνογνωσία και η οργάνωση.

Κι επειδή έχει γίνει μεγάλη συζήτηση και για το ταξίδι στις ΗΠΑ, υπήρξαν και υπερβολές. Ότι πήγαμε και κάναμε εκδρομές. Αυτό είναι ένα μεγάλο ψέμα, γιατί και οι Ιταλοί τα ίδια έκαναν. Αυτό είναι μια βλακεία. Εκεί που πηγαίναμε εμείς και υπογράφαμε αυτόγραφα δίπλα μας κάθονταν ο Μπάτζιο με τον Μαλντίνι.

Όλοι πήγαιναν και όλοι ήθελαν να προσελκύσουν τον κόσμο. Δεν ήταν αυτό το θέμα. Το θέμα ήταν πως εκείνοι ήξεραν ότι θα προπονηθούν εδώ, θα κοιμηθούν εδώ και θα φύγουν τότε. Εμείς μέναμε εδώ και κάναμε προπόνηση στον Άγιο Νικόλαο για παράδειγμα.

Πήγαμε να παίξουμε το παιχνίδι με την Αργεντινή και είχαμε δυόμιση ώρες απόσταση. Δεν δίναμε σημασία. Αλλά αν δεν έχεις οργάνωση, δεν έχεις τίποτα. Και γυρίζουμε πίσω στο πρότζεκτ. Μα χωρίς οργάνωση δεν θα έχεις επιτυχίες και ας έχεις καλύτερους παίκτες.

Μπορεί να πέρασαν καλύτεροι παίκτες τα χρόνια που ο ΟΦΗ δεν πήγαινε καλά, αλλά στο σωματείο δεν υπήρχε τίποτα. Και τώρα μπορεί να έχεις έναν παίκτη με λιγότερη ποιότητα, αλλά να σου προσφέρει περισσότερα γιατί έχει τις συνθήκες να το κάνει.

Όταν έχεις μάθει σε επαγγελματικό επίπεδο, δεν αντέχεις πια το καφενειακό, τη “χωριατίλα” ρε παιδί μου. Μετράει πολύ η οργάνωση.

Έχω μία καλή ιστορία με τον Σισέ που τη θυμάμαι μέχρι και σήμερα. Να ξέρετε, σε κάθε προπόνηση υπάρχουν εντάσεις, διαμαρτυρίες. Πριν από λίγο διάστημα, στην προπόνηση του ΟΦΗ υπήρξε μία έντονη λογομαχία μεταξύ δύο παικτών. Εγώ καθόμουν, τους έβλεπα και όταν τελείωσαν τους είπα “τελείωσε για εσάς η προπόνηση, φύγετε”, ώστε να μην υπάρξει μεγαλύτερη ένταση.

Σε μία τέτοια παρόμοια φάση στον Παναθηναϊκό παίζαμε το καθιερωμένο προπονητικό διπλό. Και λέει ο Σαριέγκι στον Σισέ ότι το γκολ του ήταν οφσάιντ.

Αρχίζει ο Σισέ τα “f@ck off” και τους στέλνω και τους δύο στα αποδυτήρια. Σε δέκα λεπτά είχε έρθει ο πρόεδρος από την Ομόνοια στην Παιανία.

Φοβόταν ότι θα γίνει χαμός επειδή έδιωξα τους συγκεκριμένους παίκτες. Θα τσακωθεί ο Σισέ και τα λοιπά. Τελικά δεν συνέβη τίποτα. Απλά δεν μου μιλούσε ο Σισέ για 15 ημέρες (σ.σ γέλια). Επειδή είναι εγωιστής.

Κι έχω κι άλλη μία ιστορία με τον Λέτο. Εγώ τον Λέτο τον λάτρευα. Τον γούσταρα πολύ. Μου αρέσουν τέτοιοι παίκτες. Εκείνος νόμιζε πως είμαι με τους Έλληνες.

Όταν πήγα, ήταν τραυματίας και άρχισα σιγά – σιγά να τον βάζω γιατί έπαιζε ο Χριστοδουλόπουλος, έπαιζε ο Σαλπιγγίδης και τα πήγαιναν καλά. Σε ένα ματς με τον Εργοτέλη δεν τον ξεκίνησα, και βάζει ένα γκολ και πάει προς την κάμερα και έλεγε “Yo, Yo (σ.σ. Εγώ, εγώ)”. Αφήνω να περάσει εκείνη η μέρα γιατί είχε νεύρα και δεν ασχολούμαι περισσότερο.

Περνούν οι μέρες και του λέω “θέλω να σου μιλήσω, αλλά δεν θέλω να είναι μπροστά μεταφραστής. Θέλω τον Νίνη. Ποιος είναι ο αγαπημένος σου;” Μου λέει και αυτός τον Νίνη επειδή έμεναν στο ίδιο δωμάτιο. Καθόμαστε κάτω στο σαλόνι και του λέω: “Δεν έχεις καταλάβει κάτι. Εγώ τέτοιους παίκτες τους λατρεύω. Δεν έχεις καταλάβεις πως αδικείς τον εαυτό σου. Είσαι φοβερός παίκτης”.

Τελειώνουμε την κουβέντα και την Κυριακή είχαμε ένα σημαντικό παιχνίδι με τον Αστέρα στην Τρίπολη, όπου αν παίρναμε τη νίκη θα κάναμε σημαντικό βήμα για τον τίτλο. Του λέω: “Θα παίξεις”. Μου απαντά: “Αν με βάλεις”. “Για να σε καλώ εδώ”, του λέω, “πάει να πει πως σε πιστεύω πολύ”.

Όχι μόνο έπαιξε, αλλά οι αντίπαλοι δεν μπορούσαν να τον σταματήσουν με τίποτα. Κερδίσαμε τελικά με γκολ του Βύντρα μέσα στις λάσπες.

Και μετά πάμε στις ΗΠΑ για να παίξουμε φιλικό με την Μπενφίκα και τους κάνει κουτούς. Και έρχεται η Μπενφίκα και κάνει πρόταση για τον Λέτο.

Μόλις το μαθαίνει ο Σεμπάστιαν, έρχεται σε μένα και με ρωτάει αν θα είμαι στην ομάδα και του χρόνου. “Πιθανότατα ναι”, του λέω. “Τότε δεν πάω πουθενά”, μου λέει.

Υπάρχει και μία ιστορία με τον Καραγκούνη, ο οποίος μπορεί να είναι λίγο νευριασμένος μαζί μου, αλλά να ξέρει πως τον αγαπώ πολύ. Όπως και τον Κατσουράνη και τον Βύντρα και όλους.

Αλλά τότε έπρεπε να διαχειριστώ κάποιες καταστάσεις. Έπρεπε να φέρομαι σε όλους καλά. Να κρατάω τις ισορροπίες. Και αυτοί επειδή ήταν μεγάλοι παίκτες πολλές φορές ίσως και να είχαν λίγο παραπάνω νεύρα. Διότι πήγαιναν στην Εθνική και ένιωθαν θεοί.

Παίζουμε, λοιπόν, κόντρα στον Άρη, αλλά ο Καραγκούνης ήταν άρρωστος με πυρετό. Ωστόσο, μέχρι και την τελευταία στιγμή αμφιταλαντευόμουν. Δεν ήθελα να βγάλω τον Νίνη από τα χαφ και να τον βάλω στα δεξιά γιατί μ’ αυτό τον τρόπο δεν θα μπορούσαμε να φτάσουμε κοντά στην εστία.

Και τότε ο Άρης είχε καλή ομάδα. Οπότε αποφάσισα να βάλω τον Σαλπιγγίδη στα δεξιά και να κρατήσω τον Καραγκούνη στον πάγκο. Και μου κρατούσε μετά μούτρα. Εγώ, όμως, σκεφτόμουν και το γεγονός ότι ήταν άρρωστος, αλλά και το τακτικό κομμάτι.

Υπάρχει κι άλλο ένα παιχνίδι με πρωταγωνιστή τον Καραγκούνη, όπου εκεί έχει δίκιο. Έχει ωραίο παρασκήνιο και θέλω να πω την ιστορία μετά από τόσα χρόνια. Παίζουμε, λοιπόν, κόντρα στον Λεβαδειακό εντός έδρας και προηγούμαστε 3-0.

Την Πέμπτη έχουμε τον αγώνα με την Σταντάρ Λιέγης για τους “16” του Europa League. Έχουμε περάσει τη Ρόμα και όλοι πιστεύουν ότι μπορούμε να φτάσουμε ψηλά. Τον κάνω αλλαγή στο 75’ και του λέω “σε βγάζω επειδή παίζουμε με τη Σταντάρ και θέλω να είσαι ξεκούραστος”.

Έρχεται τη Δευτέρα στην Παιανία ο Αντωνίου και μου λέει: “Για τη διοίκηση, πρώτος στόχος είναι το πρωτάθλημα. Παράταξε όποια ενδεκάδα θες με τη Σταντάρ, απλά να ξέρεις ότι το πιο σημαντικό για εμάς είναι το πρωτάθλημα”. Μπαίνω σε σκέψεις και τελικά αποφασίζω να μην ξεκινήσω τον Καραγκούνη με τη Σταντάρ.

Ανακοινώνω την ενδεκάδα και είναι ο Καραγκούνης με τον Λάζαρο στα αποδυτήρια και παίζουν τάβλι. Και κάθε φορά που έριχνε τα ζάρια ο Καραγκούνης μουρμούραγε: “Δεν θα τα πάμε καλά”.

Η αλήθεια είναι πως δεν τον κορόιδεψα, απλά άλλαξα την απόφασή μου και προχώρησα σε αρκετές αλλαγές. Απλά ο Γιώργος ήθελε να παίζει σε όλα τα παιχνίδια.

Να ξέρεις, πάντως, πως με όλους είχα καλές σχέσεις. Απλά, για παράδειγμα, με τον Νίνη δεθήκαμε γιατί ουσιαστικά έκανε την καλύτερη σεζόν της καριέρας του τη χρονιά που πήραμε το νταμπλ. Τον είχα όντως σαν παιδί μου.

Όπως σαν παιδιά μου είχα κι άλλους παίκτες από τη Νέων και την Ελπίδων. Τον Σιόβα, τον Παπασταθόπουλο, τον Μήτρογλου. Απλά δεν έτυχε στην πορεία να συνυπάρξουμε σε μία ομάδα. Ο Σωκράτης, για παράδειγμα, ήταν 18 χρονών και έπαιζε σαν άνδρας. Ήταν αρχηγός. Έκανε τη διαφορά. Κι αυτό αποδείχθηκε από τη μετέπειτα πορεία του. Όπως και ο Μήτρογλου.

Κι επειδή σου ανέφερα και νωρίτερα τον Βύντρα: Υπάρχει κάποιος προπονητής που να μην τον έβαλε; Θυμάμαι, μαζί με τον Γρηγόρη Παπαβασιλείου, του λέγαμε: “Εσύ κάνεις ένα λάθος. Είσαι τόσο παίκτης ομάδας που βλέπεις την μπάλα να πηγαίνει προς τα δίχτυα και τρέχεις να την προλάβεις. Δεν την προλαβαίνεις και μετά σου λένε ‘πάλι ο Βύντρα ήταν στη φάση’”.

Ο Βύντρα έκανε τέτοια προπόνηση που δεν γινόταν να μην τον βάλεις. Δεν μπορούσες να μην τον βάλεις.

Γιατί είναι παίκτης ομάδας. Και δεν είναι τυχαίο που είναι 40 χρονών και συνεχίζει να παίζει στην πρώτη κατηγορία.

Να σου πω την αλήθεια, έζησα πολλά την περίοδο που ήμουν ποδοσφαιριστής στον Παναθηναϊκό. Αυτό που θυμάμαι έντονα είναι πως και στα δύο παιχνίδια με τον Άγιαξ πέρασα αντι-ντόπινγκ κοντρόλ.

Κι ήταν μαζί μου ο Φρανκ ντε Μπουρ ο οποίος μου είπε μετά από το πρώτο ματς: “Μην πανηγυρίζετε, έχουμε άλλο ένα παιχνίδι”.

Δεν πρόκειται να το ξεχάσω ποτέ. Μάλιστα και στο δεύτερο παιχνίδι ήμασταν μαζί στο αντι-ντόπινγκ κοντρόλ και γυρνάει και μου λέει: “Στο είπα”.

Ήταν μία τεράστια χαμένη ευκαιρία. Το να βρεθείς σε τελικό Champions League είναι μεγάλο κατόρθωμα. Απλά επειδή είχαμε μικρό ρόστερ, βγήκαν πολλοί τραυματισμοί. Εγώ είχα θέμα με τους κοιλιακούς, ο Βαζέχα και ο Μπορέλι έβγαλαν θέματα με θλάσεις μέσα στη σεζόν.

Επίσης, στον ημιτελικό, όλη η άμυνα είχε θέμα με τις κάρτες. Αν έπαιρναν μία κίτρινη, δεν θα έπαιζαν τελικό. Με αποτέλεσμα να μην μπαίνουν δυνατά στα μαρκαρίσματα.

Θυμάμαι, οι σκάουτ της Γιουβέντους μας είπαν χαρακτηριστικά: “Τους σεβαστήκατε παραπάνω από ό,τι έπρεπε”.

 

 

 

πηγή: sport24.gr

Για βασικός ο Μακέντα!

Previous article

Έντονη διαμαρτυρία των Παλαιμάχων του Παναθηναϊκού για το γηπεδικό!

Next article

You may also like

Comments

Leave a reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.